Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμμένω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=rester uni, compact ; <i>abs.</i> rester ferme, consistant.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μένω]].
|btext=rester uni, compact ; <i>abs.</i> rester ferme, consistant.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μένω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμένω''': [[μένω]] [[ὁμοῦ]], διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν [[εἶναι]] καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο [[πόλεων]], οὕτω… [[μάλιστα]] συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ [[φιλία]]) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, [[διαμένω]], διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ [[πόλις]] [[αὐτόθι]] 8. 5, 5· πρβλ. [[μένω]] Ι. 5.
|elnltext=συμ-μένω, Att. ξυμμένω bijeenblijven, in stand blijven, standhouden:. συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι σ. krachtige overeenkomsten plegen niet lang in stand te blijven Hdt. 1.74.4; ἡ ἀρχὴ αὐτοῖς ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν hun heerschappij bleef tot dat moment in stand Thuc. 8.73.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμένω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оставаться вместе]], [[держаться сплоченно]]: [[στράτευμα]] ξυνέμενέ τε καὶ προὔλαβε Thuc. армия сплоченной массой продвигалась вперед; τῶν στρατιωτῶν συμμεινάντων Isocr. так как воины держались сплоченно;<br /><b class="num">2)</b> [[сохраняться]], [[длиться]], [[продолжаться]], Her., Plat., Arst.: [[ὀλίγον]] χρόνον ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Thuc. недолго продолжалось боевое содружество (Афин и Спарты); τὸ ἓν εἶναι καὶ σ. Arst. составлять неразрывное и постоянное единство.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, συναθλούμαι, [[μένω]] μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, [[τηρώ]], [[διατηρώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''συμμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, συναθλούμαι, [[μένω]] μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, [[τηρώ]], [[διατηρώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμένω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оставаться вместе]], [[держаться сплоченно]]: [[στράτευμα]] ξυνέμενέ τε καὶ προὔλαβε Thuc. армия сплоченной массой продвигалась вперед; τῶν στρατιωτῶν συμμεινάντων Isocr. так как воины держались сплоченно;<br /><b class="num">2)</b> [[сохраняться]], [[длиться]], [[продолжаться]], Her., Plat., Arst.: [[ὀλίγον]] χρόνον ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Thuc. недолго продолжалось боевое содружество (Афин и Спарты); τὸ ἓν εἶναι καὶ σ. Arst. составлять неразрывное и постоянное единство.
|lstext='''συμμένω''': [[μένω]] [[ὁμοῦ]], διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν [[εἶναι]] καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο [[πόλεων]], οὕτω… [[μάλιστα]] συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ [[φιλία]]) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, [[διαμένω]], διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ [[πόλις]] [[αὐτόθι]] 8. 5, 5· πρβλ. [[μένω]] Ι. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μένω, Att. ξυμμένω bijeenblijven, in stand blijven, standhouden:. συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι σ. krachtige overeenkomsten plegen niet lang in stand te blijven Hdt. 1.74.4; ἀρχὴ αὐτοῖς ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν hun heerschappij bleef tot dat moment in stand Thuc. 8.73.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. μενῶ<br />to [[hold]] [[together]], [[keep]] [[together]], Thuc., etc.: of treaties or agreements, to [[hold]], [[continue]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. μενῶ<br />to [[hold]] [[together]], [[keep]] [[together]], Thuc., etc.: of treaties or agreements, to [[hold]], [[continue]], Hdt., Thuc.
}}
}}