Anonymous

συναράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>pf. Pass. part.</i> συνηραγμένος;<br />heurter l'un contre l'autre ; briser, détruire : [[τι]] qch (une maison, une ville, <i>etc.</i>) ; τινα ὀδοῦσι LUC déchirer qqn avec les dents.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀράσσω]].
|btext=<i>pf. Pass. part.</i> συνηραγμένος;<br />heurter l'un contre l'autre ; briser, détruire : [[τι]] qch (une maison, une ville, <i>etc.</i>) ; τινα ὀδοῦσι LUC déchirer qqn avec les dents.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνᾰράσσω''': Ἀττικ. -ττω· [[ὁμοῦ]] κτυπῶ, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ [[ἡμέων]] κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ [[ἄμυδις]] Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, Ἡρακλ. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε [[εἶναι]] ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.
|elnltext=συν-ᾰράσσω, Att. συναράττω, ook in tmesis, in elkaar beuken, stukslaan, verbrijzelen:; σ. οἶκον het huis totaal vernielen Eur. HF 1142; pass. met acc. resp.. κεφαλάς … συναράσσονται hun hoofden werden stukgeslagen Hdt. 2.63.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰράσσω:''' атт. συνᾰράττω<br /><b class="num">1)</b> [[сталкивать друг с другом]] (συναράσσεσθαι ἀλλήλοις Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[расшибать]], [[разбивать]], [[раздроблять друг о друга]] (κεφαλάς Hom. - in tmesi): συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν Luc. раздробить зубами, разгрызть; συναραχθέντων τῶν πλοίων Her. так как суда были разбиты;<br /><b class="num">3)</b> [[сокрушать]], [[разрушать]] (πόλιν Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[сталкиваться друг с другом]] (συναράττοντες ἄνεμοι Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] μαζί, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]], [[θρυμματίζω]], [[διασκορπίζω]], σε Όμηρ.· [[συναράσσω]] οἶκον, <i>πόλιν</i>, σε Ευρ. — Παθ., διασκορπίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>συναράσσεσθαι κεφαλάς</i>, συγκρούστηκαν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''συνᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] μαζί, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]], [[θρυμματίζω]], [[διασκορπίζω]], σε Όμηρ.· [[συναράσσω]] οἶκον, <i>πόλιν</i>, σε Ευρ. — Παθ., διασκορπίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>συναράσσεσθαι κεφαλάς</i>, συγκρούστηκαν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνᾰράσσω:''' атт. συνᾰράττω<br /><b class="num">1)</b> [[сталкивать друг с другом]] (συναράσσεσθαι ἀλλήλοις Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[расшибать]], [[разбивать]], [[раздроблять друг о друга]] (κεφαλάς Hom. - in tmesi): συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν Luc. раздробить зубами, разгрызть; συναραχθέντων τῶν πλοίων Her. так как суда были разбиты;<br /><b class="num">3)</b> [[сокрушать]], [[разрушать]] (πόλιν Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[сталкиваться друг с другом]] (συναράττοντες ἄνεμοι Arst.).
|lstext='''συνᾰράσσω''': Ἀττικ. -ττω· [[ὁμοῦ]] κτυπῶ, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ [[ἡμέων]] κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ [[ἄμυδις]] Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, Ἡρακλ. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε [[εἶναι]] ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ᾰράσσω, Att. συναράττω, ook in tmesis, in elkaar beuken, stukslaan, verbrijzelen:; σ. οἶκον het huis totaal vernielen Eur. HF 1142; pass. met acc. resp.. κεφαλάς … συναράσσονται hun hoofden werden stukgeslagen Hdt. 2.63.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[dash]] [[together]], [[dash]] in pieces, [[shiver]], [[shatter]], Hom.; ς. οἶκον, πόλιν Eur.: —Pass. to be shattered, Od., Hdt.; συναράσσεσθαι κεφαλάς to [[have]] [[their]] heads dashed [[together]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[dash]] [[together]], [[dash]] in pieces, [[shiver]], [[shatter]], Hom.; ς. οἶκον, πόλιν Eur.: —Pass. to be shattered, Od., Hdt.; συναράσσεσθαι κεφαλάς to [[have]] [[their]] heads dashed [[together]], Hdt.
}}
}}