3,258,350
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<b>1</b> tomber avec <i>ou</i> en même temps hors de, s'échapper <i>ou</i> sortir avec : <i>fig.</i> [[αἱ]] γνῶμαι κατὰ τωὐτὸ συνεκπίπτουσιν HDT les avis sont unanimes (<i>litt.</i> les votes sortent de l'urne tous d'accord) ; [[οἱ]] πολλοὶ συνεξέπιπτον avec un part. HDT la plupart tombaient d'accord pour;<br /><b>2</b> échouer ensemble;<br /><b>3</b> être exilé avec, τινι;<br /><b>4</b> disparaître avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπίπτω]]. | |btext=<b>1</b> tomber avec <i>ou</i> en même temps hors de, s'échapper <i>ou</i> sortir avec : <i>fig.</i> [[αἱ]] γνῶμαι κατὰ τωὐτὸ συνεκπίπτουσιν HDT les avis sont unanimes (<i>litt.</i> les votes sortent de l'urne tous d'accord) ; [[οἱ]] πολλοὶ συνεξέπιπτον avec un part. HDT la plupart tombaient d'accord pour;<br /><b>2</b> échouer ensemble;<br /><b>3</b> être exilé avec, τινι;<br /><b>4</b> disparaître avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-εκπίπτω tegelijk uitvallen; als pass. bij συνεκβάλλω: mede uitgestoten of verbannen worden, met dat..; Plut.; van een toneelstuk mee-floppen (met de acteur); Luc. 8.8; tegelijk (met...) verdwijnen, met dat.. Luc. 59.62. tegelijk (met...) te voorschijn komen of ontstaan, met μετά + gen..; Plat. Tht. 156b; uitbr. naar het idee van stemplaatjes die samen uit de stemurn komen, van meningen over een kwestie hetzelfde uitvallen, overeen blijken te stemmen:; αἱ γνῶμαι … αἱ πλεῖσται συνεξέπιπτον … ναυμαχέειν πρὸ τῆς Πελοποννήσου de mening van de meesten vielen hetzelfde uit, namelijk dat ze een zeeslag moesten leveren voor de Peloponnesus Hdt. 8.49.2; κατὰ τὠυτὸ σ. unaniem blijken te zijn Hdt. 1.206.3; uitbr. van de mensen die stemmen; δευτέρα … οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες de meeste mensen bleken allemaal de tweede plaats aan Themistocles toegekend te hebben Hdt. 8.123.2; van een atleet gelijk uit de bus komen met, met dat.: συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ hij kwam gelijk uit de bus met de nummer één (d.w.z. kwam op een gedeelde eerste plaats) Hdt. 5.22.2. tegelijk (met...) naar buiten/naar de buitenkant snellen, met dat. en εἰς of πρός + acc..; Plut.; overdr. zich laten meeslepen door, met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεκπίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе выпадать]], [[падать вниз]] (διὰ τῶν πόρων Plut.): ἀστραπαὶ συνεξέπιπτον Plut. сверкали молнии;<br /><b class="num">2)</b> (о жребии) одновременно выпадать: [[Ἀλέξανδρος]] συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Her. Александру выпал жребия (состязаться) в первой паре;<br /><b class="num">3)</b> [[отпадать]], [[отрываться]] (ἐκ τῶν ῥιζῶν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[одновременно терпеть провал]] Luc.;<br /><b class="num">5)</b> [[вместе появляться]], [[одновременно возникать]] ([[αἴσθησις]] συνεκπίπτουσα μετὰ τοῦ αἰσθητοῦ Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[совпадать]], [[сходиться]], [[соглашаться]] (κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Her.): οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες Her. большинство высказалось за выбор Фемистокла;<br /><b class="num">7)</b> [[вместе устремляться]], [[прорываться]], [[врываться]] (εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] τῶν πολεμίων Plut.);<br /><b class="num">8)</b> [[вместе быть в изгнании]] (τινί Plut.);<br /><b class="num">9)</b> [[вместе пропадать]], [[исчезать]] (τινί Plut., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συνεκπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εξορμώ]] μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> απελαύνομαι ή εξορίζομαι από κοινού, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> εξαφανίζομαι μαζί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για τις πινακίδες που χρησιμοποιούνταν σε [[ψηφοφορία]] και τις έβγαζαν όλες μαζί από την [[κάλπη]] [[καταλήγω]] σε [[συμφωνία]], συμβαίνει να [[συμφωνώ]], [[συμπίπτω]], σε Ηρόδ.· <i>αἱ πλεῖσται γνῶμαι συνέπιπτον ναυσιμαχέειν</i>, συμφωνούσαν στο να γίνει η [[ναυμαχία]], στον ίδ.· [[κατόπιν]], λέγεται για πρόσωπα, <i>οἱ πολλοὶ συνέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες</i>, συμφώνησαν προκρίνοντας τον Θεμιστοκλή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., αποδεικνύομαι [[ισοδύναμος]], [[ίσος]] με κάποιον, [[βγαίνω]] από [[δοκιμασία]] [[ισόπαλος]] με κάποιον, <i>συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αποβάλλομαι μαζί, απορρίπτομαι, [[αποτυγχάνω]] από κοινού, σε Λουκ. | |lsmtext='''συνεκπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εξορμώ]] μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> απελαύνομαι ή εξορίζομαι από κοινού, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> εξαφανίζομαι μαζί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για τις πινακίδες που χρησιμοποιούνταν σε [[ψηφοφορία]] και τις έβγαζαν όλες μαζί από την [[κάλπη]] [[καταλήγω]] σε [[συμφωνία]], συμβαίνει να [[συμφωνώ]], [[συμπίπτω]], σε Ηρόδ.· <i>αἱ πλεῖσται γνῶμαι συνέπιπτον ναυσιμαχέειν</i>, συμφωνούσαν στο να γίνει η [[ναυμαχία]], στον ίδ.· [[κατόπιν]], λέγεται για πρόσωπα, <i>οἱ πολλοὶ συνέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες</i>, συμφώνησαν προκρίνοντας τον Θεμιστοκλή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., αποδεικνύομαι [[ισοδύναμος]], [[ίσος]] με κάποιον, [[βγαίνω]] από [[δοκιμασία]] [[ισόπαλος]] με κάποιον, <i>συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αποβάλλομαι μαζί, απορρίπτομαι, [[αποτυγχάνω]] από κοινού, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]], [[ἐξέρχομαι]] ἢ ἐκβάλλομαι [[ὁμοῦ]], ἐὰν καὶ τὸ [[ὕστερον]] συνεκπέσῃ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2· μετά τινος Πλάτ. Θεαίτ. 156Β. ΙΙ. μετὰ δοτικ., ἐξορμῶ [[ὁμοῦ]] κατά τινος, συνεξέπεσον εἰς τὸ [[πεδίον]] τοῖς φεύγουσι Πλουτ. Πελοπ. 32, Λύσανδρ. 28. 2) ἐξελαύνομαι ἢ ἐξορίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 32. 3) ἐξαφανίζομαι [[ὁμοῦ]], ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ ὁ αὐτ. 2. 496Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν [[ψήφων]] ἐξερχομένων ἐκ τῆς κάλπης, ἐν ᾗ ἦσαν ἠθροισμέναι, [[ἐξέρχομαι]] ἐν συμφωνίᾳ, συμβαίνει νὰ συμφωνῶ, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Ἡρόδ. 1. 206· αἱ πλεῖσται γνῶμαι σ. ναυσιμαχέειν, ἦσαν σύμφωνοι [[ὅπως]] γείνῃ ἡ [[ναυμαχία]], ὁ αὐτ. 8. 49· οἱ πολλοὶ συν. Θεμιστοκλέα κρίνοντες, συνεφώνουν προτιμῶντες τὸν Θεμ., [[αὐτόθι]] 123· 2) μετὰ δοτ., [[ἐξέρχομαι]] [[ἴσος]] μὲ ἄλλον, ἀποδείκνυμαι [[ἴσος]], ἀγωνιζόμενος [[στάδιον]] συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ ὁ αὐτ. 5. 52, πρβλ. Πλούτ. 2. 1045D. IV. ἐκρίπτομαι ἢ [[ἀποτυγχάνω]] [[ὁμοῦ]], ἔν τινι Δημάδ. 179. 29 (ὁ Βεκκῆρος συμβουλεύει τὴν ἀπαλοιφὴν τοῦ ἐν)· ἐπὶ δράματος, ἀποδοκιμάζομαι, Λουκ. Νιγρῖν. 8. V. ἐκσπῶμαι, ἀποσπῶμαι [[ὁμοῦ]], ἐκ τῶν ῥιζῶν Πλάτ. Τίμ. 84Β. VI. [[ἐκπίπτω]], [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἴς τι Λογγῖν. 41. 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[rush]] out [[together]] with others, c. dat., Plut.<br /><b class="num">2.</b> to be driven out or [[banished]] [[together]], Plut.<br /><b class="num">3.</b> to [[disappear]] [[together]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> of voting tablets, to [[come]] out in [[agreement]], to [[happen]] to [[agree]], Hdt.; αἱ πλεῖσται γνῶμαι συνέπιπτον ναυσιμαχέειν agreed in advising to [[fight]], Hdt.; then of persons, οἱ πολλοὶ ς. Θεμιστοκλέα κρίνοντες agreed in choosing, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. to [[come]] out [[equal]] to [[another]], run a [[dead]] [[heat]] with him, συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Hdt.<br /><b class="num">III.</b> to be thrown out [[together]], to be rejected, Luc. | |mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[rush]] out [[together]] with others, c. dat., Plut.<br /><b class="num">2.</b> to be driven out or [[banished]] [[together]], Plut.<br /><b class="num">3.</b> to [[disappear]] [[together]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> of voting tablets, to [[come]] out in [[agreement]], to [[happen]] to [[agree]], Hdt.; αἱ πλεῖσται γνῶμαι συνέπιπτον ναυσιμαχέειν agreed in advising to [[fight]], Hdt.; then of persons, οἱ πολλοὶ ς. Θεμιστοκλέα κρίνοντες agreed in choosing, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. to [[come]] out [[equal]] to [[another]], run a [[dead]] [[heat]] with him, συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Hdt.<br /><b class="num">III.</b> to be thrown out [[together]], to be rejected, Luc. | ||
}} | }} |