Anonymous

στρουθίον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] τό, 1) dim. von [[στρουθός]], Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. [[ῥιζίον]], Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ [[βοτάνη]], Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] τό, 1) dim. von [[στρουθός]], Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. [[ῥιζίον]], Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ [[βοτάνη]], Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρουθίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), [[σμηκτρὶς]] [[βοτάνη]], «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου [[ῥίζα]] Ἱππ. 571. 54· [[κλαδίσκος]] ἢ [[στέφανος]] ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται [[στρούθειον]], (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.
|elnltext=στρουθίον -ου, τό, demin. van στρουθός musje.
}}
{{elru
|elrutext='''στρουθίον:'''<br /><b class="num">I</b> τό воробышек, воробей Arst., NT.<br /><b class="num">II</b> τό струтий (растение с красящим соком) Luc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 28:
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[στρουθί]] (II).
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[στρουθί]] (II).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρουθίον:'''<br /><b class="num">I</b> τό воробышек, воробей Arst., NT.<br /><b class="num">II</b> τό струтий (растение с красящим соком) Luc.
|lstext='''στρουθίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), [[σμηκτρὶς]] [[βοτάνη]], «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου [[ῥίζα]] Ἱππ. 571. 54· [[κλαδίσκος]] ἢ [[στέφανος]] ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται [[στρούθειον]], (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.
}}
{{elnl
|elnltext=στρουθίον -ου, τό, demin. van στρουθός musje.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':strouq⋯on 士特魯提按<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':燕雀<br />'''字義溯源''':小麻雀,麻雀;源自([[στρουθίον]])X*=麻雀)<br />'''出現次數''':總共(4);太(2);路(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 麻雀(4) 太10:29; 太10:31; 路12:6; 路12:7
|sngr='''原文音譯''':strouq⋯on 士特魯提按<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':燕雀<br />'''字義溯源''':小麻雀,麻雀;源自([[στρουθίον]])X*=麻雀)<br />'''出現次數''':總共(4);太(2);路(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 麻雀(4) 太10:29; 太10:31; 路12:6; 路12:7
}}
}}