Anonymous

συκάμινον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />mûre, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
|btext=ου (τό) :<br />mûre, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῡκάμῑνον''': [], τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς συκαμίνου, τὸ [[μόρον]], κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ [[μέλαν]]) καὶ [[λευκόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4.
|elnltext=συκάμινον -ου, τό moerbei.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡκάμῑνον:''' () τό тутовая ягода Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῡκάμῑνον:''' [ᾰ], τό, [[καρπός]] του δέντρου [[συκάμινος]], [[μούρο]], Λατ. [[morum]], σε Αριστ.
|lsmtext='''σῡκάμῑνον:''' [ᾰ], τό, [[καρπός]] του δέντρου [[συκάμινος]], [[μούρο]], Λατ. [[morum]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῡκάμῑνον:''' () τό тутовая ягода Arst.
|lstext='''σῡκάμῑνον''': [ᾰ], τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς συκαμίνου, τὸ [[μόρον]], κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ [[μέλαν]]) καὶ [[λευκόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συκάμινον -ου, τό moerbei.
}}
}}
{{etym
{{etym