Anonymous

συνδιαγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=décider avec : τινι et l'inf., avec qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαγιγνώσκω]].
|btext=décider avec : τινι et l'inf., avec qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαγιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδιαγιγνώσκω''': [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἀποφασίζω, συναποφασίζω, ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Θουκ. 2. 64.
|elnltext=συν-διαγιγνώσκω, Att. ξυνδιαγιγνώσκω, samen (met...) besluiten om, met dat. en inf.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαγιγνώσκω:''' [[вместе выносить определение]], [[совместно решать]] (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδιαγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]], [[συμμετέχω]] με άλλους ως [[κριτής]] στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί [[κάτι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συνδιαγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]], [[συμμετέχω]] με άλλους ως [[κριτής]] στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί [[κάτι]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδιαγιγνώσκω:''' [[вместе выносить определение]], [[совместно решать]] (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.).
|lstext='''συνδιαγιγνώσκω''': [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἀποφασίζω, συναποφασίζω, ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Θουκ. 2. 64.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διαγιγνώσκω, Att. ξυνδιαγιγνώσκω, samen (met...) besluiten om, met dat. en inf.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[γνώσομαι]]<br />to [[join]] with others in determining or decreeing, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[γνώσομαι]]<br />to [[join]] with others in determining or decreeing, Thuc.
}}
}}