Anonymous

συνδυασμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />accouplement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />accouplement, union.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδυασμός''': , [[ἕνωσις]] ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ., αἱ δυναταὶ ἑνώσεις ἀνὰ δύο, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 8, πρβλ. 4. 9, 3., 6. 1, 4· ἴδε [[σύζευξις]]. 2) [[σύζευξις]], «ζευγάρωμα», Ἱππ. 657. 3, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 1, 6· [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]] 5. 2, 3, κ. ἀλλ.· ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι [[αὐτόθι]] 5. 1, 6· σ. πρὸς τὴν θήλειαν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3· τὸ [[ὄργανον]] τὸ πρὸς τὸν σ. [[αὐτόθι]] 1. 5, 1. ΙΙ. ἡ συνεννόησις τοῦ δικαστοῦ πρὸς τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων, Λατ. compactum, Cas?ub, Suet. Jui. 20.
|elnltext=συνδυασμός -οῦ, ὁ [συνδυάζω] het tot een tweetal samenvoegen, paring, combinatie. seks. paring, coïtus.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδυασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[сочетание по два]], [[сдвоенность]], [[спаренность]]: πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι συνδυασμοί Arst. все возможные парные сочетания;<br /><b class="num">2)</b> [[спаривание]], [[соитие]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδυασμός:''' ὁ (συνδυάζομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται ως, που υπολογίζεται ανά [[ζεύγος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνταίριασμα]], [[σύζευξη]], [[ζευγάρωμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνδυασμός:''' ὁ (συνδυάζομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται ως, που υπολογίζεται ανά [[ζεύγος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνταίριασμα]], [[σύζευξη]], [[ζευγάρωμα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδυασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[сочетание по два]], [[сдвоенность]], [[спаренность]]: πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι συνδυασμοί Arst. все возможные парные сочетания;<br /><b class="num">2)</b> [[спаривание]], [[соитие]] Arst.
|lstext='''συνδυασμός''': , [[ἕνωσις]] ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι σ., αἱ δυναταὶ ἑνώσεις ἀνὰ δύο, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 8, πρβλ. 4. 9, 3., 6. 1, 4· ἴδε [[σύζευξις]]. 2) [[σύζευξις]], «ζευγάρωμα», Ἱππ. 657. 3, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 1, 6· [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]] 5. 2, 3, κ. ἀλλ.· ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι [[αὐτόθι]] 5. 1, 6· σ. πρὸς τὴν θήλειαν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 15, 3· τὸ [[ὄργανον]] τὸ πρὸς τὸν σ. [[αὐτόθι]] 1. 5, 1. ΙΙ. ἡ συνεννόησις τοῦ δικαστοῦ πρὸς τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων, Λατ. compactum, Cas?ub, Suet. Jui. 20.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδυασμός -οῦ, ὁ [συνδυάζω] het tot een tweetal samenvoegen, paring, combinatie. seks. paring, coïtus.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνδυασμός]], οῦ, ὁ, [συνδυάζομαι]<br /><b class="num">1.</b> a [[being]] taken two [[together]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> a coupling, pairing, Arist.
|mdlsjtxt=[[συνδυασμός]], οῦ, ὁ, [συνδυάζομαι]<br /><b class="num">1.</b> a [[being]] taken two [[together]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> a coupling, pairing, Arist.
}}
}}