Anonymous

συντράπεζος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />compagnon de table, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τράπεζα]].
|btext=ος, ον :<br />compagnon de table, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τράπεζα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συντράπεζος''': [ᾰ], -ον, [[ὁμοτράπεζος]], ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.
|elnltext=συντράπεζος -ον, Att. ook ξυντράπεζος [σύν, τράπεζα] met gemeenschappelijke tafel. Eur. Andr. 658. subst. tafelgenoot. Xen. An. 1.9.31.
}}
{{elru
|elrutext='''συντράπεζος:''' (ᾰ) едящий за одним столом: συντράπεζον βίον ἔχειν Eur. есть за одним столом.<br /><b class="num">II</b> ὁ сотрапезник Xen., Babr.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συντράπεζος:''' () едящий за одним столом: συντράπεζον βίον ἔχειν Eur. есть за одним столом.<br /><b class="num">II</b> ὁ сотрапезник Xen., Babr.
|lstext='''συντράπεζος''': [], -ον, [[ὁμοτράπεζος]], ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=συντράπεζος -ον, Att. ook ξυντράπεζος [σύν, τράπεζα] met gemeenschappelijke tafel. Eur. Andr. 658. subst. tafelgenoot. Xen. An. 1.9.31.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-τρᾰ́πεζος, ον, [[τράπεζα]]<br />a [[messmate]], Xen.; βίον ς. ἔχειν to [[live]] with one, Eur.
|mdlsjtxt=συν-τρᾰ́πεζος, ον, [[τράπεζα]]<br />a [[messmate]], Xen.; βίον ς. ἔχειν to [[live]] with one, Eur.
}}
}}