Anonymous

συνεκτρέφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=nourrir <i>ou</i> élever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτρέφω]].
|btext=nourrir <i>ou</i> élever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεκτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τὸ γεννηθὲν [[κοινῇ]] μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32.
|elnltext=συν-εκτρέφω samen (met...) grootbrengen of opvoeden, met acc. en μετά + gen. iem. met iem.; pass. met dat.; met alleen acc. helpen grootbrengen of opvoeden.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτρέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно или вместе воспитывать]], [[совместно взращивать]] (τι [[μετά]] τινος Plat.; συνεκτραφείς τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[помогать воспитать]] (τοὺς παῖδας Plat., Plut.; [[εὔνοια]] συνεκτρεφομένη Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνεκτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''συνεκτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεκτρέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно или вместе воспитывать]], [[совместно взращивать]] (τι [[μετά]] τινος Plat.; συνεκτραφείς τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[помогать воспитать]] (τοὺς παῖδας Plat., Plut.; [[εὔνοια]] συνεκτρεφομένη Luc.).
|lstext='''συνεκτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τὸ γεννηθὲν [[κοινῇ]] μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εκτρέφω samen (met...) grootbrengen of opvoeden, met acc. en μετά + gen. iem. met iem.; pass. met dat.; met alleen acc. helpen grootbrengen of opvoeden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θρέψω]]<br />to [[rear]] up [[along]] with or [[together]], Plat.:—Pass. to [[grow]] up with, τινί Eur.
|mdlsjtxt=fut. -[[θρέψω]]<br />to [[rear]] up [[along]] with or [[together]], Plat.:—Pass. to [[grow]] up with, τινί Eur.
}}
}}