Anonymous

συστενάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=gémir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στενάζω]].
|btext=gémir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στενάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συστενάζω''': [[στενάζω]], θρηνῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὡς συστενάζειν [[οἶδα]] γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.
|elnltext=συ-στενάζω en συ-στένω samen (met...) zuchten; met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συστενάζω:''' [[вместе стонать]], [[сообща вздыхать]] (τινι Eur.; σ. καὶ συνωδίνειν NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συστενάζω:''' [[στενάζω]], [[αναστενάζω]], [[θρηνώ]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συστενάζω:''' [[στενάζω]], [[αναστενάζω]], [[θρηνώ]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συστενάζω:''' [[вместе стонать]], [[сообща вздыхать]] (τινι Eur.; σ. καὶ συνωδίνειν NT).
|lstext='''συστενάζω''': [[στενάζω]], θρηνῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὡς συστενάζειν [[οἶδα]] γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.
}}
{{elnl
|elnltext=συ-στενάζω en συ-στένω samen (met...) zuchten; met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj