Anonymous

συναιρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|mltxt=[[συναιρῶ]], [[συναιρέω]], ΝΜΑ [[αἱρῶ]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[συναίρεση]] δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το <i>ο</i> και το <i>ου</i> συναιρούνται» β. «τὸ <i>ε</i> και το <i>ᾱ</i> συναιροῦνται εἰς <i>η</i>», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνηρημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που έχει υποστεί [[συναίρεση]] (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — [[συζυγία]] ρημάτων τών οποίων τα <i>α</i>, <i>ε</i>, και <i>ο</i> του θέματος συναιρούνται [[κατά]] την [[κλίση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]] («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τον νου) [[αντιλαμβάνομαι]] («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾶγμα [[συνελών]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ [[νόσος]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] («δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[βραχύνω]], [[συντέμνω]] («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συστέλλω]], [[περιορίζω]] («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντομεύω]]<br /><b>8.</b> [[παρασύρω]] εντελώς<br /><b>9.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[εξαλείφω]] [[κάθε]] [[ίχνος]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με ανθρώπους) [[θανατώνω]] («τὸ [[φάρμακον]] [[καίτοι]] θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]] («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (σχετικά με [[διάστημα]] ή [[απόσταση]]) [[διανύω]] («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συνεργώ]] σε [[κατάκτηση]] («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκλέγω]] κάποιον συγχρόνως με άλλον<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[αρπάζω]] («συνελόμενος σκαφεῖον», πάπ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα [[συμπέρασμα]] (Α<br />ριστοτ.)<br />β) «συνελὼν [[λέγω]]» — λέω [[συντόμως]]<br />γ) «συνελόντι» — με μια [[λέξη]], [[συντόμως]].
|mltxt=[[συναιρῶ]], [[συναιρέω]], ΝΜΑ [[αἱρῶ]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[συναίρεση]] δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το <i>ο</i> και το <i>ου</i> συναιρούνται» β. «τὸ <i>ε</i> και το <i>ᾱ</i> συναιροῦνται εἰς <i>η</i>», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνηρημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που έχει υποστεί [[συναίρεση]] (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — [[συζυγία]] ρημάτων τών οποίων τα <i>α</i>, <i>ε</i>, και <i>ο</i> του θέματος συναιρούνται [[κατά]] την [[κλίση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]] («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τον νου) [[αντιλαμβάνομαι]] («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾶγμα [[συνελών]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ [[νόσος]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] («δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[βραχύνω]], [[συντέμνω]] («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συστέλλω]], [[περιορίζω]] («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντομεύω]]<br /><b>8.</b> [[παρασύρω]] εντελώς<br /><b>9.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[εξαλείφω]] [[κάθε]] [[ίχνος]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με ανθρώπους) [[θανατώνω]] («τὸ [[φάρμακον]] [[καίτοι]] θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]] («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (σχετικά με [[διάστημα]] ή [[απόσταση]]) [[διανύω]] («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συνεργώ]] σε [[κατάκτηση]] («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκλέγω]] κάποιον συγχρόνως με άλλον<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[αρπάζω]] («συνελόμενος σκαφεῖον», πάπ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα [[συμπέρασμα]] (Α<br />ριστοτ.)<br />β) «συνελὼν [[λέγω]]» — λέω [[συντόμως]]<br />γ) «συνελόντι» — με μια [[λέξη]], [[συντόμως]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναιρέω''': μέλλ. -ήσω, μέλλ. β΄ συνελῶ· ἀόρ. συνεῖλον· ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε γ΄ ἑνικ. ἀόριστ. σύνελεν, καὶ μετοχ. συνελών. Συνάγω, μαζεύω, [[τυλίσσω]] καὶ σηκώνω, [[λαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[χλαῖνα]] μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]], «ἀντὶ τοῦ συνάξας, συνειλήσας» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 95· ― [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] πάντα ξυνῄρει [[νόσος]] Θουκ. 2. 51· ἐπὶ τῆς διανοίας, λογισμῷ σ. τὸ [[πρᾶγμα]] Πλουτ. Λύσανδρ. 22. ― Παθ., φέρομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, ἀντίθετον τῷ διαιρεῖσθαι, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 31, 2· [[οὕτως]], εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, εἰς ἓν [[συμπέρασμα]] διὰ τοῦ συλλογισμοῦ φερόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β· τὸ συνῄρηται κεῖται ὁμοίως ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 7 (ἀλλὰ συνήρτηται δὲν [[εἶναι]] [[ἀπίθανος]] [[διόρθωσις]]). 2) [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[συστέλλω]], [[περιορίζω]], πόλεως περίβολον Πολύβ. 10. 11, 4· τὸν χρόνον Διόδ. 17. 116· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ λόγων ἢ δημηγορίας, ξυνελὼν [[λέγω]], ἐν συντόμῳ, συντόμως, «ἐν ἑνὶ λόγῳ», Θουκ. 1. 70., 2. 41, κτλ.· ὡς συνελόντι εἰπεῖν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38, Ἀπομν. 3. 8, 10, κτλ.· οὕτω, συνελόντι μόνον, Ἰσαῖ. 48. 36· συνελόντι [[ἁπλῶς]] Δημ. 42. 10· συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Λουκ. Φάλ. 1. 6. ― Παθητ., συστέλλομαι, Πολύβ. 10. 11, 4. 3) γραμματ., συναιρῶ δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, ὡς π. χ. ἰχθύας ἰχθῦς, ῥέει ῥεῖ, Ἀπολλών. Δύσκ. περὶ Συντάξ. 238. 14, π. Ἀντωνυμ. 380, 386C, κλπ., ἴδε τὴν λέξ. [[συναίρεσις]] ΙΙ, 2. ΙΙ. [[φέρω]] [[μακράν]], [[παρασύρω]] ἐντελῶς (ἴδε σὺν Δ. Ι. 2), [[ὅθεν]] [[ἐξαλείφω]] πᾶν [[ἴχνος]], [[καταστρέφω]], ἀφαιρῶ παντελῶς, ἀμφοτέρας δ’ ὀφρῦς σύνελεν [[λίθος]] Ἰλ. Π. 740· ― μεταφορ., [[περιτέμνω]], [[συντέμνω]], συντελῶ, [[φέρω]] εἰς [[τέλος]], συν. τὰς ἀσπίδας, [[καταστρέφω]], Διόδ. 15. 44· τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 3· [[καῦμα]], πῦρ, [[φάρμακον]], κτλ., Δίων Κ. ― Παθητ., τὰ τῶν Ἀθηναίων [[τάχα]] ξυναιρεθήσεσθαι Θουκ. 8. 24, πρβλ. [[συναναιρέω]]· τὸ [[διάστημα]] συνῄρητο, εἶχεν ἀποκτηθῆ, Πλουτ. Λύσανδρ. 11, πρβλ. 2. 759C. 2) βοηθῶ, συνεργῶ εἰς κατάληψιν ἢ κατάκτησιν, τὴν Σύβαριν Ἡρόδ. 5. 44 κἑξ.· βουλόμενοί σφισι... ξυνελεῖν αὐτό, ἐπιθυμοῦντες αὐτὸς νὰ βοηθήσῃ αὐτοὺς νὰ καταλάβωσι..., Θουκ. 2. 29.
|elnltext=συν-αιρέω bijeennemen:; χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα toen hij zijn mantel en de vachten bijeengeraapt had Od. 20.95; overdr. pass..; εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον door redeneren tot een eenheid gecombineerd Plat. Phaedr. 249b; van woorden samenvatten, spec. ptc. aor..; εἴ τις... ξυνελὼν φαίη als iemand het kort en bondig zou zeggen Thuc. 1.70.9; ook in dat.:; ὡς μὲν συνελόντι εἰπεῖν om kort te gaan Xen. An. 3.1.38; van toestanden korter maken, bekorten, tot een einde brengen:. σ. ὥρᾳ μιᾷ χρόνου... μήκιστον... πολέμων in één uur tijd de langste der oorlogen tot een einde brengen Plut. Lys. 11.11. helpen in te nemen:; σ. τὴν Σύβαριν Sybaris helpen innemen Hdt. 5.144; verwoesten, wegvagen:; ἀμφοτέρας δ ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος de steen vaagde beide wenkbrauwen weg Il. 16.740; wegnemen, doden:. τίς θυμός... τάνδ '... ξυνεῖλε; welke gemoedstoestand heeft tot haar dood geleid? Soph. Tr. 884; πάντα ξυνῄρει alles sleepte (de pest) mee de dood in Thuc. 2.51.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συναιρέω:''' (fut. συνήσω и συνελῶ, aor. [[συνεῖλον]] - эп. 3 л. sing. [[σύνελεν]])<br /><b class="num">1)</b> [[схватывать]], [[собирать]] (χλαῖναν καὶ [[κώεα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[охватывать]], [[поражать]] (πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ [[νόσημα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[постигать]], [[обнимать]] (τὸ [[πρᾶγμα]] λογισμῷ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сочетать]], [[объединять]], [[сводить]] (τὸ [[εἶδος]] ἐκ πολλῶν αἰσθήσεων εἰς ἓν ξυναιρούμενον Plat.): ξυνελὼν [[λέγω]] Thuc. в общем и целом, говорю я; τὸ συνῃρημένον Arst. [[связное целое]];<br /><b class="num">5)</b> [[суживать]], тж. [[сокращать]], [[ограничивать]] (τὸν [[περίβολον]] τῆς πόλεως Polyb.): ὡς ξυνελόντι [[εἰπεῖν]] Xen., συνελόντι Isae. или συνελόντι [[ἁπλῶς]] Dem. [[короче говоря]], [[одним словом]];<br /><b class="num">6)</b> [[выхватывать]], [[разбивать]], [[уничтожать]] (ἀμφοτέρας [[ὀφρῦς]] Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.);<br /><b class="num">7)</b> [[захватывать]], [[завладевать]], [[завоевывать]] (Σύβαριν Her.): ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία Thuc. [[совместно с кем-л.]] [[захватить фракийские области]];<br /><b class="num">8)</b> [[приводить к концу]], [[заканчивать]] ([[πόλεμο]]ν, [[πολιορκία]]ν Plut.): τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων [[διάστημα]] συνῄρητο Plut. [[преодолевать расстояние между материками]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, βʹ μέλ. <i>συνελῶ</i>, αόρ. βʹ <i>συνεῖλον</i>, Επικ. <i>σύνελον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γραπώνω ή [[αρπάζω]] μαζί, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] στο ίδιο [[σημείο]], [[περιορίζω]], [[συμπυκνώνω]], [[συντομεύω]], [[συνοψίζω]]· στην [[ομιλία]], ξυνελὼν [[λέγω]], σε Θουκ.· ὡς συνελόντι [[εἰπεῖν]], σε Ξεν.· ομοίως <i>συνελόντι</i> μόνο, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], [[παρασύρω]], [[συνθλίβω]], κονιορτοποιώ, [[ὀφρῦς]] σύνελεν [[λίθος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[τελειώνω]], [[τερματίζω]], [[οδηγώ]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]], <i>τὸν πόλεμον</i>, σε Πλούτ. — Παθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπαθώ]] από κοινού να πάρω ή να κατακτήσω, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''συναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, βʹ μέλ. <i>συνελῶ</i>, αόρ. βʹ <i>συνεῖλον</i>, Επικ. <i>σύνελον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γραπώνω ή [[αρπάζω]] μαζί, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] στο ίδιο [[σημείο]], [[περιορίζω]], [[συμπυκνώνω]], [[συντομεύω]], [[συνοψίζω]]· στην [[ομιλία]], ξυνελὼν [[λέγω]], σε Θουκ.· ὡς συνελόντι [[εἰπεῖν]], σε Ξεν.· ομοίως <i>συνελόντι</i> μόνο, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], [[παρασύρω]], [[συνθλίβω]], κονιορτοποιώ, [[ὀφρῦς]] σύνελεν [[λίθος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[τελειώνω]], [[τερματίζω]], [[οδηγώ]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]], <i>τὸν πόλεμον</i>, σε Πλούτ. — Παθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπαθώ]] από κοινού να πάρω ή να κατακτήσω, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναιρέω:''' (fut. συνήσω и συνελῶ, aor. [[συνεῖλον]] - эп. 3 л. sing. [[σύνελεν]])<br /><b class="num">1)</b> [[схватывать]], [[собирать]] (χλαῖναν καὶ [[κώεα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[охватывать]], [[поражать]] (πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ [[νόσημα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[постигать]], [[обнимать]] (τὸ [[πρᾶγμα]] λογισμῷ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сочетать]], [[объединять]], [[сводить]] (τὸ [[εἶδος]] ἐκ πολλῶν αἰσθήσεων εἰς ἓν ξυναιρούμενον Plat.): ξυνελὼν [[λέγω]] Thuc. в общем и целом, говорю я; τὸ συνῃρημένον Arst. [[связное целое]];<br /><b class="num">5)</b> [[суживать]], тж. [[сокращать]], [[ограничивать]] (τὸν [[περίβολον]] τῆς πόλεως Polyb.): ὡς ξυνελόντι [[εἰπεῖν]] Xen., συνελόντι Isae. или συνελόντι [[ἁπλῶς]] Dem. [[короче говоря]], [[одним словом]];<br /><b class="num">6)</b> [[выхватывать]], [[разбивать]], [[уничтожать]] (ἀμφοτέρας [[ὀφρῦς]] Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.);<br /><b class="num">7)</b> [[захватывать]], [[завладевать]], [[завоевывать]] (Σύβαριν Her.): ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία Thuc. [[совместно с кем-л.]] [[захватить фракийские области]];<br /><b class="num">8)</b> [[приводить к концу]], [[заканчивать]] ([[πόλεμο]]ν, [[πολιορκία]]ν Plut.): τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων [[διάστημα]] συνῄρητο Plut. [[преодолевать расстояние между материками]].
|lstext='''συναιρέω''': μέλλ. -ήσω, μέλλ. β΄ συνελῶ· ἀόρ. συνεῖλον· ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε γ΄ ἑνικ. ἀόριστ. σύνελεν, καὶ μετοχ. συνελών. Συνάγω, μαζεύω, [[τυλίσσω]] καὶ σηκώνω, [[λαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[χλαῖνα]] μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]], «ἀντὶ τοῦ συνάξας, συνειλήσας» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 95· ― [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] πάντα ξυνῄρει [[νόσος]] Θουκ. 2. 51· ἐπὶ τῆς διανοίας, λογισμῷ σ. τὸ [[πρᾶγμα]] Πλουτ. Λύσανδρ. 22. ― Παθ., φέρομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, ἀντίθετον τῷ διαιρεῖσθαι, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 31, 2· [[οὕτως]], εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, εἰς ἓν [[συμπέρασμα]] διὰ τοῦ συλλογισμοῦ φερόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β· τὸ συνῄρηται κεῖται ὁμοίως ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 7 (ἀλλὰ συνήρτηται δὲν [[εἶναι]] [[ἀπίθανος]] [[διόρθωσις]]). 2) [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[συστέλλω]], [[περιορίζω]], πόλεως περίβολον Πολύβ. 10. 11, 4· τὸν χρόνον Διόδ. 17. 116· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ λόγων ἢ δημηγορίας, ξυνελὼν [[λέγω]], ἐν συντόμῳ, συντόμως, «ἐν ἑνὶ λόγῳ», Θουκ. 1. 70., 2. 41, κτλ.· ὡς συνελόντι εἰπεῖν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38, Ἀπομν. 3. 8, 10, κτλ.· οὕτω, συνελόντι μόνον, Ἰσαῖ. 48. 36· συνελόντι [[ἁπλῶς]] Δημ. 42. 10· συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Λουκ. Φάλ. 1. 6. ― Παθητ., συστέλλομαι, Πολύβ. 10. 11, 4. 3) γραμματ., συναιρῶ δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, ὡς π. χ. ἰχθύας ἰχθῦς, ῥέει ῥεῖ, Ἀπολλών. Δύσκ. περὶ Συντάξ. 238. 14, π. Ἀντωνυμ. 380, 386C, κλπ., ἴδε τὴν λέξ. [[συναίρεσις]] ΙΙ, 2. ΙΙ. [[φέρω]] [[μακράν]], [[παρασύρω]] ἐντελῶς (ἴδε σὺν Δ. Ι. 2), [[ὅθεν]] [[ἐξαλείφω]] πᾶν [[ἴχνος]], [[καταστρέφω]], ἀφαιρῶ παντελῶς, ἀμφοτέρας δ’ ὀφρῦς σύνελεν [[λίθος]] Ἰλ. Π. 740· ― μεταφορ., [[περιτέμνω]], [[συντέμνω]], συντελῶ, [[φέρω]] εἰς [[τέλος]], συν. τὰς ἀσπίδας, [[καταστρέφω]], Διόδ. 15. 44· τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. [[καῦμα]], πῦρ, [[φάρμακον]], κτλ., Δίων Κ. ― Παθητ., τὰ τῶν Ἀθηναίων [[τάχα]] ξυναιρεθήσεσθαι Θουκ. 8. 24, πρβλ. [[συναναιρέω]]· τὸ [[διάστημα]] συνῄρητο, εἶχεν ἀποκτηθῆ, Πλουτ. Λύσανδρ. 11, πρβλ. 2. 759C. 2) βοηθῶ, συνεργῶ εἰς κατάληψιν ἢ κατάκτησιν, τὴν Σύβαριν Ἡρόδ. 5. 44 κἑξ.· βουλόμενοί σφισι... ξυνελεῖν αὐτό, ἐπιθυμοῦντες αὐτὸς νὰ βοηθήσῃ αὐτοὺς νὰ καταλάβωσι..., Θουκ. 2. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αιρέω bijeennemen:; χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα toen hij zijn mantel en de vachten bijeengeraapt had Od. 20.95; overdr. pass..; εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον door redeneren tot een eenheid gecombineerd Plat. Phaedr. 249b; van woorden samenvatten, spec. ptc. aor..; εἴ τις... ξυνελὼν φαίη als iemand het kort en bondig zou zeggen Thuc. 1.70.9; ook in dat.:; ὡς μὲν συνελόντι εἰπεῖν om kort te gaan Xen. An. 3.1.38; van toestanden korter maken, bekorten, tot een einde brengen:. σ. ὥρᾳ μιᾷ χρόνου... μήκιστον... πολέμων in één uur tijd de langste der oorlogen tot een einde brengen Plut. Lys. 11.11. helpen in te nemen:; σ. τὴν Σύβαριν Sybaris helpen innemen Hdt. 5.144; verwoesten, wegvagen:; ἀμφοτέρας δ ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος de steen vaagde beide wenkbrauwen weg Il. 16.740; wegnemen, doden:. τίς θυμός... τάνδ '... ξυνεῖλε; welke gemoedstoestand heeft tot haar dood geleid? Soph. Tr. 884; πάντα ξυνῄρει alles sleepte (de pest) mee de dood in Thuc. 2.51.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω fut. 2 συνελῶ aor2 συνεῖλον epic σύνελον<br /><b class="num">I.</b> to [[grasp]] or [[seize]] [[together]], to [[seize]] at [[once]], Od., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[bring]] [[together]], [[bring]] [[into]] [[small]] [[compass]]; in [[speaking]], ξυνελὼν [[λέγω]] [[briefly]], in a [[word]], Thuc.; ὡς συνελόντι [[εἰπεῖν]] Xen.; so, συνελόντι [[alone]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to make [[away]] with, [[crush]], [[ὀφρῦς]] σύνελεν [[λίθος]] Il.:—metaph. to make an end of, τὸν πόλεμον Plut.:—Pass., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[help]] to [[take]] or [[conquer]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω fut. 2 συνελῶ aor2 συνεῖλον epic σύνελον<br /><b class="num">I.</b> to [[grasp]] or [[seize]] [[together]], to [[seize]] at [[once]], Od., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[bring]] [[together]], [[bring]] [[into]] [[small]] [[compass]]; in [[speaking]], ξυνελὼν [[λέγω]] [[briefly]], in a [[word]], Thuc.; ὡς συνελόντι [[εἰπεῖν]] Xen.; so, συνελόντι [[alone]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to make [[away]] with, [[crush]], [[ὀφρῦς]] σύνελεν [[λίθος]] Il.:—metaph. to make an end of, τὸν πόλεμον Plut.:—Pass., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[help]] to [[take]] or [[conquer]], Hdt., Thuc.
}}
}}