Anonymous

συναγείρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> συνήγειρα;<br />rassembler, réunir, acc. ; <i>particul.</i> rassembler une armée, acc. ; <i>Pass.</i> se rassembler, se condenser, prendre de la force.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγείρω]].
|btext=<i>ao.</i> συνήγειρα;<br />rassembler, réunir, acc. ; <i>particul.</i> rassembler une armée, acc. ; <i>Pass.</i> se rassembler, se condenser, prendre de la force.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνᾰγείρω''': μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, ὧν [[ἕνεκα]] ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· [[ὡσαύτως]], σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, [[συλλέγω]] στρατόν, [[συναθροίζω]] στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· [[ἀλλά]], συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, [[συνάθροισις]], [[σύλλογος]], Ἰλ. Λ. 687. 2) [[συλλέγω]] τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. [[συναείρω]]. 3) μεταφορ., [[μόγις]] πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[συνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.
|elnltext=συν-αγείρω, Att. en soms ep. ξυναγείρω, Aeol. perf. med. 3 sing. συναγάγρεται Alc. 119.10. act. met acc. ( caus. ) maken dat... bijeenkomen, bijeenbrengen, verzamelen:; στρατιάν een leger Xen. Cyr. 8.6.19; ἐκκλησίην σ. πάντων τῶν ἀστῶν een vergadering bijeenroepen van alle burgers Hdt. 3.142.2; σ. ἀγῶνα mensen bijeenbrengen voor een wedstrijd, een wedstrijd organiseren Lys. 33.1; van materiële zaken, ook med. (‘ten eigen bate’); σ. βίοτον levensonderhoud verzamelen Od. 4.90; overdr.. ἐμαυτὸν ὡσπερεὶ συναγείρας nadat ik mezelf als het ware weer had verzameld (d.w.z. hernomen) Plat. Prot. 328d. pass. intrans. bijeenkomen, zich verzamelen; overdr.. μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο ‘mijn durf keerde weer terug’ (d.w.z. ik verzamelde weer moed) Plat. Chrm. 156d. zich hernemen, tot zichzelf komen. Theocr. Id. 15.57.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγείρω:''' (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)<br /><b class="num">1)</b> [[собирать]], [[созывать]] (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἓλληνας ἅπαντας Arph.): συναγειρόμενοι и [[συναγρόμενοι]] Hom. собравшиеся; σ. πολὺν βίοτον Hom. накапливать большие богатства; κτήματ᾽, ὅσα ξυναγείρατο Hom. имущество, которое он нажил; σ. ἑαυτόν Plat. собираться с силами, приходить в себя; ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετό μοι Plat. я воспрянул духом;<br /><b class="num">2)</b> [[набирать]], [[снаряжать]] (στόλον Her.; στρατόν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[устраивать]], [[учреждать]] (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
|lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνᾰγείρω:''' (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)<br /><b class="num">1)</b> [[собирать]], [[созывать]] (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἓλληνας ἅπαντας Arph.): συναγειρόμενοι и [[συναγρόμενοι]] Hom. собравшиеся; σ. πολὺν βίοτον Hom. накапливать большие богатства; κτήματ᾽, ὅσα ξυναγείρατο Hom. имущество, которое он нажил; σ. ἑαυτόν Plat. собираться с силами, приходить в себя; ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετό μοι Plat. я воспрянул духом;<br /><b class="num">2)</b> [[набирать]], [[снаряжать]] (στόλον Her.; στρατόν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[устраивать]], [[учреждать]] (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.).
|lstext='''συνᾰγείρω''': μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, ὧν [[ἕνεκα]] ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· [[ὡσαύτως]], σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, [[συλλέγω]] στρατόν, [[συναθροίζω]] στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· [[ἀλλά]], συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, [[συνάθροισις]], [[σύλλογος]], Ἰλ. Λ. 687. 2) [[συλλέγω]] τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. [[συναείρω]]. 3) μεταφορ., [[μόγις]] πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[συνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αγείρω, Att. en soms ep. ξυναγείρω, Aeol. perf. med. 3 sing. συναγάγρεται Alc. 119.10. act. met acc. ( caus. ) maken dat... bijeenkomen, bijeenbrengen, verzamelen:; στρατιάν een leger Xen. Cyr. 8.6.19; ἐκκλησίην σ. πάντων τῶν ἀστῶν een vergadering bijeenroepen van alle burgers Hdt. 3.142.2; σ. ἀγῶνα mensen bijeenbrengen voor een wedstrijd, een wedstrijd organiseren Lys. 33.1; van materiële zaken, ook med. (‘ten eigen bate’); σ. βίοτον levensonderhoud verzamelen Od. 4.90; overdr.. ἐμαυτὸν ὡσπερεὶ συναγείρας nadat ik mezelf als het ware weer had verzameld (d.w.z. hernomen) Plat. Prot. 328d. pass. intrans. bijeenkomen, zich verzamelen; overdr.. μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο ‘mijn durf keerde weer terug’ (d.w.z. ik verzamelde weer moed) Plat. Chrm. 156d. zich hernemen, tot zichzelf komen. Theocr. Id. 15.57.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αγερῶ aor1 συνήγειρα epic ξυνάγειρα Pass., 3rd pl. aor1 συνάγερθεν<br /><b class="num">1.</b> to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Il., Hdt.:—esp. to [[collect]] an [[army]], Hdt.:—Pass. to [[gather]] [[together]], [[come]] [[together]], [[assemble]], Il.; [[συναγρόμενοι]], epic syncop. aor2 [[pass]]. [[part]]., those [[assembled]], an [[assembly]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[collect]] the [[means]] of [[living]], Od.; and in Mid. to [[collect]] for [[oneself]], Od.<br /><b class="num">3.</b> metaph., ς. ἑαυτόν to [[collect]] [[oneself]], Plat.:—so in Pass., Plat.
|mdlsjtxt=fut. -αγερῶ aor1 συνήγειρα epic ξυνάγειρα Pass., 3rd pl. aor1 συνάγερθεν<br /><b class="num">1.</b> to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Il., Hdt.:—esp. to [[collect]] an [[army]], Hdt.:—Pass. to [[gather]] [[together]], [[come]] [[together]], [[assemble]], Il.; [[συναγρόμενοι]], epic syncop. aor2 [[pass]]. [[part]]., those [[assembled]], an [[assembly]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[collect]] the [[means]] of [[living]], Od.; and in Mid. to [[collect]] for [[oneself]], Od.<br /><b class="num">3.</b> metaph., ς. ἑαυτόν to [[collect]] [[oneself]], Plat.:—so in Pass., Plat.
}}
}}