Anonymous

συγγενής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> né avec :<br /><b>1</b> qui vient de naissance, inné, naturel ; συγγενεῖς μῆνες SOPH les mois nés avec moi, <i>càd</i> avec lesquels a commencé ma vie;<br /><b>2</b> de même origine, de même famille, parent : [[συγγενής]] τινι, τινος parent de qqn ; ὁ, ἡ [[συγγενής]] parent, parente ; [[οἱ]] συγγενεῖς les parents, <i>mais non en parl. des enfants à l'égard du père et de la mère</i> ; τὸ συγγενές la parenté ; <i>p. anal. en parl. de peuples, de tribus</i> τὸ ξυγγενές THC la parenté (<i>entre populations de même origine</i>) ; qui concerne des parents, de parent : συγγενὴς [[χείρ]] SOPH main d'un parent ; συγγενὴς [[γάμος]] ESCHL mariage entre parents ; <i>p. ext., à la cour du roi de Perse</i> parent <i>(titre d'honneur conféré par le roi)</i>;<br /><b>II.</b> qui a de l'affinité avec, semblable, analogue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γένος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> né avec :<br /><b>1</b> qui vient de naissance, inné, naturel ; συγγενεῖς μῆνες SOPH les mois nés avec moi, <i>càd</i> avec lesquels a commencé ma vie;<br /><b>2</b> de même origine, de même famille, parent : [[συγγενής]] τινι, τινος parent de qqn ; ὁ, ἡ [[συγγενής]] parent, parente ; [[οἱ]] συγγενεῖς les parents, <i>mais non en parl. des enfants à l'égard du père et de la mère</i> ; τὸ συγγενές la parenté ; <i>p. anal. en parl. de peuples, de tribus</i> τὸ ξυγγενές THC la parenté (<i>entre populations de même origine</i>) ; qui concerne des parents, de parent : συγγενὴς [[χείρ]] SOPH main d'un parent ; συγγενὴς [[γάμος]] ESCHL mariage entre parents ; <i>p. ext., à la cour du roi de Perse</i> parent <i>(titre d'honneur conféré par le roi)</i>;<br /><b>II.</b> qui a de l'affinité avec, semblable, analogue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γένος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ [[ὁμοῦ]] γεγεννημένος, συμπεφυκώς, συνυπάρχων ἐκ γενετῆς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], [[σύμφυτος]], [[ἦθος]] Πινδ. Ο. 13. 16· [[εὐδοξία]] Ν. 3. 69· [[νόσημα]] σ. ἐστί τινι Ἱππ. Προρρ. 83· [[φόβος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 691 παύροις. ἐστι συγγενὲς τόδε, ἔμφυτον, φυσικὸν εἰς αὐτούς, αὐτ. ἐν Ἀγ. 832· ἡ [[τύχη]] προσγίγνεθ’ ἡμῖν σ. τῷ σώματι Φιλήμων ἐν «Ἀποκαρτεροῦντι» 1· ἐσσόμενον προϊδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται Πινδ. Ν. 1. 41· συγγενεῖς μῆνες, οἱ ὁμογέννητοι μῆνες τοῦ φυσικοῦ μου βίου, Σοφ. Ο. Τ. 1082· σ. τρίχες, ἡ [[κόμη]] ἣν γεννᾶταί τις ἔχων, δηλ. αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γενειάδα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 7., 7. 4, 7· σημεῖα σ. τὰ σημεῖα ἃ γεννᾶταί τις ἔχων, [[αὐτόθι]] 7. 6, 5· δυνάμεις αἱ σ., ἀντίθ. τῷ αἱ ἔθει καὶ αἱ μαθήσει, ὁ αὐτ. μετὰ τὰ Φυσ. 5. 5, 1· τὸ συγγενὲς αὔξει, αὐξάνει τὴν φυσικήν του δύναμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικομ. 3. 12, 7· - οὕτω ἐν τῷ ἐπιρρ., [[συγγενῶς]][[δύστηνος]], ἐκ γενετῆς μου [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1293 ἴδε ἐν λ. [[σύμφυτος]]. ΙΙ. ὁ τῆς αὐτῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας, [[συγγενής]], τινι Ἡρόδ. 1. 109., 3. 2, Ἀττ.· - ἀπολ. [[συγγενής]], ἐσχετισμένος διὰ συγγενείας, 4. 236· θεὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· γυνὴ Εὐρ. Ἀνδρ. 887· χεὶρ Σοφ. Ο. Κ. 1387 συγγενέστατος, πλησιέστατος [[συγγενής]], Ἰσαῖ 85. 25 σ. [[γάμος]], [[γάμος]] μετὰ συγγενοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 2, κ. ἀλλ.· - [[ἐντεῦθεν]] β) ὡς οὐσιαστ. [[συγγενής]], οὖσα σ. ἐκείνου Ἀριστοφάν. Εἰρήν. 618· τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενῆ καὶ φυλέτα (δυϊκ., πρβλ. περικαλλῆ ἐν Θεσμ. 282) ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 368· φίλος καὶ ξ. τινος Πλάτ. 487Α, πρβλ. 378C· [[ἔργον]] εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 7· γάμει τὴν συγγενῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 224· συχν. ἐν τῷ πληθ. οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴ οἰκογένεια, Πινδ. Π. 4. 236, Ἡρόδ. 2. 91, κ. ἀλλαχ.· καταχρηστικῶς λέγεται ἐπὶ τῶν τέκνων (ἔκγονοι) ἐν σχέσει πρὸς τοὺς γονεῖς αὐτῶν, Ἰσαῖ. 72. 12, ἴδε ἐν λέξει [[συγγένεια]] Ι, ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. Ἀνδοκ. 3. 31· παροιμ., τοῖς συγγενέσι τὰ τῶν συγγενῶν ὁ αὐτ. 48. 40. γ) τὸ συγγενές, = [[συγγένεια]], συγγενικὴ [[σχέσις]], Αἰσχύλ. Προμ. 289, Σοφ. Ἠλ. 1469, Θουκ. 3. 82, κτλ.· τὸ [[πνεῦμα]] τῆς γενεᾶς τινος, Πιν. Π. 10. 20, Ν. 6. 15· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ., ἂν ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 814· ἐπὶ φυλῶν, κατὰ τὸ ξ. Θουκ. 1. 95. 2) μεταφορ., [[συγγενής]], [[ὁμοειδής]], [[ὅμοιος]], τοὺς τρόπους οὐ συγγενὴς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1280, πρβλ. Θεσμ. 574· συγγενὴς ὁ κύθος αὐτῆς θἀτέρᾳ (ἀντὶ τῷ τῆς ἑτέρας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 789, πρβλ. [[ὅμοιος]] Β. 2· συχν. παρὰ Πλάτ., ἡ ψυχὴ σ. οὖσα τῷ σώματι Πολ. 611. 8· τῇ πολεμικῇ σ. ἡ [[πάλη]] Νόμ. 814D· τοῖς ... λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 1, πρβλ. Ρητ. 2. 23, 8· - σπανίως μετὰ γεν., [[νοῦς]] αἰτίας ξ. Πλάτ. Φίληβ. 31Α, πρβλ. Φαίδωνα 79D, Πολ. 403Α· ἀπολ., σ. [[τιμωρία]], ἁρμόζουσα, προσήκουσα [[τιμωρία]], Λυκοῦργ. 165. 10· συγγενῆ, πράγματα τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους ἢ εἴδους, ὁμογενῆ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕμν. 1. 9, 1· τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 12· ἐν γαίῃ μὲν [[σῶμα]] τὸ συγγενές, τὸ ὁμογενές, ὁμοειδές, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 7. - Ἐπίρρ., ξυγγενῶς ἔρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 897C· ξ. τρέχων Πλάτωνι Ἄλεξις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 1. ΙΙΙ. ἐν τῇ Περσικῇ αὐλῆ, [[συγγενής]], ἦτο [[προσωνυμία]] ἣν βασιλεὺς ἀπένεμεν ὡς [[σημεῖον]] [[τιμῆς]] ([[οἷον]] τὸ παρ’ Ἄγγλοις Cousin, παρὰ Γερμ. Vetter, ἴδε [[ὅμοιος]] ΙΙ), Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27, [[αὐτόθι]] 2. 2, 31, Διόδ. 16. 50· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, π. χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 2622 κ. ἀλλ.
|elnltext=συγγενής -ές, Att. ook ξυγγενής [συγγίγνομαι] aangeboren, natuurlijk; adv..; [[συγγενῶς]] δύστηνος van nature ongelukkig Eur. HF 1293; subst. τὸ συγγενές aangeboren natuur; Pind.; geneesk. van ziektes aangeboren, congenitaal. Hp. van hetzelfde geslacht of dezelfde familie (als), verwant (aan); met dat.; subst. ὁ συγγενής verwant; in Perzië als eretitel van door de koning uitgekozen leden van de hofhouding; subst. n. τὸ συγγενές verwantschap:; κατὰ τὸ ξυγγενές in overeenstemming met de verwantschap Thuc. 1.95.1; concreet (wat) verwant (is) (gezegd van Orestes). Soph. El. 1469. overdr. verwant (aan), d.w.z. van dezelfde soort (als), soortgelijk (aan); met dat., soms met gen.:; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τρόπου verwant aan mijn manier van doen, d.w.z. verwant aan mij in manier van doen Aristoph. Th. 574; met acc. resp..; τοὺς τρόπους οὐ σ. niet verwant in zijn manier van doen Aristoph. Eq. 1280; adv. [[συγγενῶς]] = op soortgelijke manier. Plat. Lg. 897c.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγενής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[врожденный]], [[прирожденный]], [[свойственный от рождения]] ([[ἦθος]] Pind.; σημεῖα Arst.): παύροις [[ἀνδρῶν]] ἐστι συγγενὲς [[τόδε]] Aesch. немногим людям свойственно это; οἱ συγγενεῖς μῆνες Soph. месяцы, т. е. время жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[родственный]], [[родной]] (τινι Her.): σ. [[γυνή]] Eur. родственница; σ. [[γάμος]] Aesch. брак между родственниками;<br /><b class="num">3)</b> [[сродный]], [[сходный]], [[однородный]]: σ. [[τοὐμοῦ]] τρόπου Arph. близкий мне по характеру; σ. τινι, реже τινος Plat. однородный с кем(чем)-л.<br />οῦ и ἡ родственник (τῆς ἐμῆς γυναικός Arph.): οἱ συγγενεῖς Pind., Her. родственники, родня (при дворе персидских царей - почетное звание наиболее заслуженных царедворцев) Xen., Diod.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''συγγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, [[φυσικός]], [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>συγγενεῖς μῆνες</i>, μήνες που μετρά ο [[φυσικός]] μου [[βίος]], μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., [[συγγενῶς]] [[δύστηνος]], [[δυστυχής]] από [[τότε]] που γεννήθηκα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[γένος]], [[καταγωγή]], [[οικογένεια]] με κάποιον, εξ αίματος [[συγγενής]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος [[συγγενής]], όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., [[συγγενής]] εξ αίματος, όμαιμος, <i>τινος</i>, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., <i>οἱ συγγενεῖς</i>, [[γενιά]], σόι, [[φύτρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = [[συγγένεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ [[τούτῳ]] προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική [[σχέση]] με τον Λάιο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συγγενικός]], [[ομοειδής]], όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στην περσική Αυλή, το [[συγγενής]] ήταν [[τίτλος]] που απονεμόταν από το βασιλιά ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] (όπως το cousin στην Αγγλία).
|lsmtext='''συγγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, [[φυσικός]], [[έμφυτος]], [[σύμφυτος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>συγγενεῖς μῆνες</i>, μήνες που μετρά ο [[φυσικός]] μου [[βίος]], μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., [[συγγενῶς]] [[δύστηνος]], [[δυστυχής]] από [[τότε]] που γεννήθηκα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[γένος]], [[καταγωγή]], [[οικογένεια]] με κάποιον, εξ αίματος [[συγγενής]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος [[συγγενής]], όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., [[συγγενής]] εξ αίματος, όμαιμος, <i>τινος</i>, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., <i>οἱ συγγενεῖς</i>, [[γενιά]], σόι, [[φύτρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = [[συγγένεια]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ [[τούτῳ]] προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική [[σχέση]] με τον Λάιο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συγγενικός]], [[ομοειδής]], όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στην περσική Αυλή, το [[συγγενής]] ήταν [[τίτλος]] που απονεμόταν από το βασιλιά ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] (όπως το cousin στην Αγγλία).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγγενής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[врожденный]], [[прирожденный]], [[свойственный от рождения]] ([[ἦθος]] Pind.; σημεῖα Arst.): παύροις [[ἀνδρῶν]] ἐστι συγγενὲς [[τόδε]] Aesch. немногим людям свойственно это; οἱ συγγενεῖς μῆνες Soph. месяцы, т. е. время жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[родственный]], [[родной]] (τινι Her.): σ. [[γυνή]] Eur. родственница; σ. [[γάμος]] Aesch. брак между родственниками;<br /><b class="num">3)</b> [[сродный]], [[сходный]], [[однородный]]: σ. [[τοὐμοῦ]] τρόπου Arph. близкий мне по характеру; σ. τινι, реже τινος Plat. однородный с кем(чем).<br />οῦ ὁ и ἡ родственник (τῆς ἐμῆς γυναικός Arph.): οἱ συγγενεῖς Pind., Her. родственники, родня (при дворе персидских царей - почетное звание наиболее заслуженных царедворцев) Xen., Diod.
|lstext='''συγγενής''': -ές, (γενέσθαι) [[ὁμοῦ]] γεγεννημένος, συμπεφυκώς, συνυπάρχων ἐκ γενετῆς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], [[σύμφυτος]], [[ἦθος]] Πινδ. Ο. 13. 16· [[εὐδοξία]] Ν. 3. 69· [[νόσημα]] σ. ἐστί τινι Ἱππ. Προρρ. 83· [[φόβος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 691 παύροις. ἐστι συγγενὲς τόδε, ἔμφυτον, φυσικὸν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 832· ἡ [[τύχη]] προσγίγνεθ’ ἡμῖν σ. τῷ σώματι Φιλήμων ἐν «Ἀποκαρτεροῦντι» 1· ἐσσόμενον προϊδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται Πινδ. Ν. 1. 41· συγγενεῖς μῆνες, οἱ ὁμογέννητοι μῆνες τοῦ φυσικοῦ μου βίου, Σοφ. Ο. Τ. 1082· σ. τρίχες, ἡ [[κόμη]] ἣν γεννᾶταί τις ἔχων, δηλ. αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γενειάδα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 7., 7. 4, 7· σημεῖα σ. τὰ σημεῖα ἃ γεννᾶταί τις ἔχων, [[αὐτόθι]] 7. 6, 5· δυνάμεις αἱ σ., ἀντίθ. τῷ αἱ ἔθει καὶ αἱ μαθήσει, ὁ αὐτ. μετὰ τὰ Φυσ. 5. 5, 1· τὸ συγγενὲς αὔξει, αὐξάνει τὴν φυσικήν του δύναμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικομ. 3. 12, 7· - οὕτω ἐν τῷ ἐπιρρ., [[συγγενῶς]][[δύστηνος]], ἐκ γενετῆς μου [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1293 ἴδε ἐν λ. [[σύμφυτος]]. ΙΙ. ὁ τῆς αὐτῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας, [[συγγενής]], τινι Ἡρόδ. 1. 109., 3. 2, Ἀττ.· - ἀπολ. [[συγγενής]], ἐσχετισμένος διὰ συγγενείας, 4. 236· θεὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· γυνὴ Εὐρ. Ἀνδρ. 887· χεὶρ Σοφ. Ο. Κ. 1387 συγγενέστατος, πλησιέστατος [[συγγενής]], Ἰσαῖ 85. 25 σ. [[γάμος]], [[γάμος]] μετὰ συγγενοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 2, κ. ἀλλ.· - [[ἐντεῦθεν]] β) ὡς οὐσιαστ. [[συγγενής]], οὖσα σ. ἐκείνου Ἀριστοφάν. Εἰρήν. 618· τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενῆ καὶ φυλέτα (δυϊκ., πρβλ. περικαλλῆ ἐν Θεσμ. 282) ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 368· φίλος καὶ ξ. τινος Πλάτ. 487Α, πρβλ. 378C· [[ἔργον]] εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 7· γάμει τὴν συγγενῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 224· συχν. ἐν τῷ πληθ. οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴ οἰκογένεια, Πινδ. Π. 4. 236, Ἡρόδ. 2. 91, κ. ἀλλαχ.· καταχρηστικῶς λέγεται ἐπὶ τῶν τέκνων (ἔκγονοι) ἐν σχέσει πρὸς τοὺς γονεῖς αὐτῶν, Ἰσαῖ. 72. 12, ἴδε ἐν λέξει [[συγγένεια]] Ι, ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. Ἀνδοκ. 3. 31· παροιμ., τοῖς συγγενέσι τὰ τῶν συγγενῶν ὁ αὐτ. 48. 40. γ) τὸ συγγενές, = [[συγγένεια]], συγγενικὴ [[σχέσις]], Αἰσχύλ. Προμ. 289, Σοφ. Ἠλ. 1469, Θουκ. 3. 82, κτλ.· τὸ [[πνεῦμα]] τῆς γενεᾶς τινος, Πιν. Π. 10. 20, Ν. 6. 15· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ., ἂν ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 814· ἐπὶ φυλῶν, κατὰ τὸ ξ. Θουκ. 1. 95. 2) μεταφορ., [[συγγενής]], [[ὁμοειδής]], [[ὅμοιος]], τοὺς τρόπους οὐ συγγενὴς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1280, πρβλ. Θεσμ. 574· συγγενὴς ὁ κύθος αὐτῆς θἀτέρᾳ (ἀντὶ τῷ τῆς ἑτέρας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 789, πρβλ. [[ὅμοιος]] Β. 2· συχν. παρὰ Πλάτ., ἡ ψυχὴ σ. οὖσα τῷ σώματι Πολ. 611. 8· τῇ πολεμικῇ σ. ἡ [[πάλη]] Νόμ. 814D· τοῖς ... λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 1, πρβλ. Ρητ. 2. 23, 8· - σπανίως μετὰ γεν., [[νοῦς]] αἰτίας ξ. Πλάτ. Φίληβ. 31Α, πρβλ. Φαίδωνα 79D, Πολ. 403Α· ἀπολ., σ. [[τιμωρία]], ἁρμόζουσα, προσήκουσα [[τιμωρία]], Λυκοῦργ. 165. 10· συγγενῆ, πράγματα τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους ἢ εἴδους, ὁμογενῆ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕμν. 1. 9, 1· τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 12· ἐν γαίῃ μὲν [[σῶμα]] τὸ συγγενές, τὸ ὁμογενές, ὁμοειδές, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 7. - Ἐπίρρ., ξυγγενῶς ἔρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 897C· ξ. τρέχων Πλάτωνι Ἄλεξις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 1. ΙΙΙ. ἐν τῇ Περσικῇ αὐλῆ, [[συγγενής]], ἦτο [[προσωνυμία]] ἣν ὁ βασιλεὺς ἀπένεμεν ὡς [[σημεῖον]] [[τιμῆς]] ([[οἷον]] τὸ παρ’ Ἄγγλοις Cousin, παρὰ Γερμ. Vetter, ἴδε [[ὅμοιος]] ΙΙ), Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27, [[αὐτόθι]] 2. 2, 31, Διόδ. 16. 50· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, π. χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 2622 κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγγενής -ές, Att. ook ξυγγενής [συγγίγνομαι] aangeboren, natuurlijk; adv..; [[συγγενῶς]] δύστηνος van nature ongelukkig Eur. HF 1293; subst. τὸ συγγενές aangeboren natuur; Pind.; geneesk. van ziektes aangeboren, congenitaal. Hp. van hetzelfde geslacht of dezelfde familie (als), verwant (aan); met dat.; subst. ὁ συγγενής verwant; in Perzië als eretitel van door de koning uitgekozen leden van de hofhouding; subst. n. τὸ συγγενές verwantschap:; κατὰ τὸ ξυγγενές in overeenstemming met de verwantschap Thuc. 1.95.1; concreet (wat) verwant (is) (gezegd van Orestes). Soph. El. 1469. overdr. verwant (aan), d.w.z. van dezelfde soort (als), soortgelijk (aan); met dat., soms met gen.:; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τρόπου verwant aan mijn manier van doen, d.w.z. verwant aan mij in manier van doen Aristoph. Th. 574; met acc. resp..; τοὺς τρόπους οὐ σ. niet verwant in zijn manier van doen Aristoph. Eq. 1280; adv. [[συγγενῶς]] = op soortgelijke manier. Plat. Lg. 897c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj