3,258,334
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> finir, accomplir, exécuter avec <i>ou</i> ensemble : ἅρματα XÉN faire fabriquer des chars ; [[νεών]] PLUT construire un temple ; φιλοσοφικοὺς διαλόγους PLUT composer des dialogues philosophiques ; ἀγῶνα PLUT organiser ensemble un concours ; θυσίας PLUT célébrer ensemble des sacrifices;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> parvenir avec <i>ou</i> ensemble au même but, à une même fin ; concourir à, contribuer à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> contribuer à, aider à : [[πρός]] [[τι]] LUC à qch ; οὐδὲν [[τῷ]] χρησμῷ πρὸς τὴν νόσον σ. LUC n’aider en rien à l'oracle contre la maladie;<br /><b>3</b> appartenir à une certaine classe, <i>litt.</i> payer des impôts comme citoyen inscrit parmi (les hommes faits, <i>etc.</i>) : σ. [[εἰς]] ἄνδρας ISOCR faire partie des hommes faits ; [[εἰς]] τὸ [[μετοίκιον]] LUC faire partie des métèques;<br /><b>4</b> payer une contribution à une cité, à un État, à un peuple, <i>càd</i> être tributaire, payer un tribut à un autre État.<br />'''Étymologie:''' [[συντελής]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> finir, accomplir, exécuter avec <i>ou</i> ensemble : ἅρματα XÉN faire fabriquer des chars ; [[νεών]] PLUT construire un temple ; φιλοσοφικοὺς διαλόγους PLUT composer des dialogues philosophiques ; ἀγῶνα PLUT organiser ensemble un concours ; θυσίας PLUT célébrer ensemble des sacrifices;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> parvenir avec <i>ou</i> ensemble au même but, à une même fin ; concourir à, contribuer à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> contribuer à, aider à : [[πρός]] [[τι]] LUC à qch ; οὐδὲν [[τῷ]] χρησμῷ πρὸς τὴν νόσον σ. LUC n’aider en rien à l'oracle contre la maladie;<br /><b>3</b> appartenir à une certaine classe, <i>litt.</i> payer des impôts comme citoyen inscrit parmi (les hommes faits, <i>etc.</i>) : σ. [[εἰς]] ἄνδρας ISOCR faire partie des hommes faits ; [[εἰς]] τὸ [[μετοίκιον]] LUC faire partie des métèques;<br /><b>4</b> payer une contribution à une cité, à un État, à un peuple, <i>càd</i> être tributaire, payer un tribut à un autre État.<br />'''Étymologie:''' [[συντελής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συντελέω, Att. ook ξυντελέω [σύν, τελέω] voltooien, afmaken:; συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος toen de duivel alle beproeving had beëindigd NT Luc. 4.13; νεὼν σ. een tempel afbouwen Plut. Ant. 23.4; tot stand brengen:; συντελέσω... διαθήκην καινήν ik zal een nieuw verbond tot stand brengen NT Hebr. 8.8; van plechtigheden. τὸν εἰωθότα σ. καθαρμόν de gebruikelijke reinigingsrite doorlopen Plut. Aem. 36.4. belasting betalen; tot een belastingklasse behoren (in Athene); μετοικικὸν σ. tot de klasse van de metoiken behoren Luc. 29.9; overdr. een bijdrage leveren:. τάχα γὰρ ἂν... συντελέσαιμι πρὸς τὸν ἔρωτα misschien kan ik je wel helpen met je liefde Luc. 80.11.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντελέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе или полностью заканчивать]], [[завершать]], [[изготовлять]] (εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα Xen.; τὰς [[νῆας]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[заканчивать постройкой]], [[сооружать]] (τὸν τοῦ Πυθίου [[νεών]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. [[исполнять]], [[осуществлять]] (τὴν ἐπίνοιαν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[оканчивать]], [[прекращать]] (λόγους NT): συντελεσθεισῶν αὐτῶν (τῶν ἡμερῶν) NT по прошествии этих дней;<br /><b class="num">5)</b> [[составлять]], [[сочинять]] (διαλόγους Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[заключать]] (τὴν εἰρήνην Diod.);<br /><b class="num">7)</b> [[торжественно справлять]], [[праздновать]] ([[ἱερά]] Plut.; γάμους Luc.);<br /><b class="num">8)</b> [[способствовать]], [[содействовать]], [[помогать]] (εἴς и πρός τι Arst., Luc.);<br /><b class="num">9)</b> [[направляться]], [[устремляться]] (πρὸς ἕν Arst.);<br /><b class="num">10)</b> [[совместно уплачивать]], [[вносить]] (τὴν δαπάνην [[ἑξήκοντα]] τάλαντα σ. Dem.): σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς Dem. вскладчину оплачивать военные расходы;<br /><b class="num">11)</b> досл. вместе уплачивать подати, перен. относиться, причисляться, принадлежать (εἰς τὸ [[μετοικικόν]] Luc.; εἰς ἄνδρας Isocr.);<br /><b class="num">12)</b> [[уплачивать дань]], [[быть данником]] (εἰς Ἀθήνας и εἰς τοὺς Ἀθηναίους Thuc.; Θηβαίοις Isocr.): οἱ συντελοῦντες Thuc. данники. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''συντελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] από κοινού εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[συμπληρώνω]], [[επιτελώ]], [[τελειώνω]], [[εκπληρώνω]]· [[συντελέω]] τὴν δαπάνην, [[συμπληρώνω]] τη συνολική [[δαπάνη]], σε Δημ.· [[συντελέω]] εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα, [[συμπληρώνω]] τον αριθμό των [[εκατό]] αρμάτων, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνεισφέρω]] στα δημόσια έξοδα, στις δημόσιες δαπάνες, [[καταβάλλω]] [[κοινή]] [[εισφορά]], σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[καθώς]] οι πολίτες των Αθηνών διαιρούνταν σε τάξεις αναλόγως των συνεισφορών τους, το ύψος των οποίων καθοριζόταν σύμφωνα με την τεκμαρτή τους [[περιουσία]], η [[φράση]] [[συντελέω]] εἰς..., σήμαινε [[ανήκω]] σε μια οικονομική και φορολογική [[τάξη]] ή και γενικότερα κοινωνική [[τάξη]], συναριθμούμαι, κατατάσσομαι σε αυτή· [[συντελέω]] εἰς ἄνδρας, σε Ισοκρ.· <i>εἰς τοὺς νόθους</i>, σε Δημ.· επίσης, [[συντελέω]] εἰς Ἀθήνας, <i>εἰς τὸ Ἀρκαδικόν</i>, λέγεται για έναν αριθμό μικρών [[πόλεων]] που ήταν φόρου υποτελείς σε μεγαλύτερες πόλεις ή βρίσκονταν υπό την [[προστασία]] τους, σε Θουκ.· με δοτ., [[συντελέω]] Θηβαίοις, σε Ισοκρ. | |lsmtext='''συντελέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] από κοινού εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[συμπληρώνω]], [[επιτελώ]], [[τελειώνω]], [[εκπληρώνω]]· [[συντελέω]] τὴν δαπάνην, [[συμπληρώνω]] τη συνολική [[δαπάνη]], σε Δημ.· [[συντελέω]] εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα, [[συμπληρώνω]] τον αριθμό των [[εκατό]] αρμάτων, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνεισφέρω]] στα δημόσια έξοδα, στις δημόσιες δαπάνες, [[καταβάλλω]] [[κοινή]] [[εισφορά]], σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[καθώς]] οι πολίτες των Αθηνών διαιρούνταν σε τάξεις αναλόγως των συνεισφορών τους, το ύψος των οποίων καθοριζόταν σύμφωνα με την τεκμαρτή τους [[περιουσία]], η [[φράση]] [[συντελέω]] εἰς..., σήμαινε [[ανήκω]] σε μια οικονομική και φορολογική [[τάξη]] ή και γενικότερα κοινωνική [[τάξη]], συναριθμούμαι, κατατάσσομαι σε αυτή· [[συντελέω]] εἰς ἄνδρας, σε Ισοκρ.· <i>εἰς τοὺς νόθους</i>, σε Δημ.· επίσης, [[συντελέω]] εἰς Ἀθήνας, <i>εἰς τὸ Ἀρκαδικόν</i>, λέγεται για έναν αριθμό μικρών [[πόλεων]] που ήταν φόρου υποτελείς σε μεγαλύτερες πόλεις ή βρίσκονταν υπό την [[προστασία]] τους, σε Θουκ.· με δοτ., [[συντελέω]] Θηβαίοις, σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συντελέω''': μέλλ. -έσω, [[φέρω]] εἰς [[τέλος]] [[ὁμοῦ]], παντελῶς τελειώνω, συμπληρῶ, τελειώνω, σ. τὴν δαπάνην, συμπληρῶ τὴν ὅλην δαπάνην, Δημ.· 183. 13· σ. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα, συμπληρῶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἁρμάτων εἰς 100, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 50· ― ἐπὶ ἐργάτου, σ. [[γεῖσον]], ἀποτελειώνω αὐτό, Λυσί. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 120· στέφανον παρὰ Δημ. 522. 4· [[ναῦς]] Πολύβ. 1. 21, 3· συντελῶ ταχύ, τελειώνω τι ἐν σπουδῇ, [[ταχέως]], ἐπὶ ὀψοποιοῦ, Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 12· ― [[ὡσαύτως]], σ. τὴν ἐπίνοιαν, ἀποτελειώνω, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 4. 81, 3· τὴν νομοθεσίαν, εἰρήνην Διόδ. 12. 26, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πολύβ. 1. 9, 6, Διόδ. 1. 59· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., Πολύβ. 5. 100, 9. 2) ἐκτελῶ ἱερὰς τελετάς, ἁγιστείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D· τὸν ἀγῶνα, τὴν πανήγυριν Διόδ. 11. 29., 17. 16· τὰ [[Ἴσθμια]] Πλουτ. Ἀγησ. 21. τοὺς κόσμους παρὰ τῇ μητρὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 3657. 3. ― Παθ., [[θυσία]] τῷ Διὶ σ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 137. ΙΙ. [[συνεισφέρω]] πρὸς δημοσίας δαπάνας, σ. [[ἑξήκοντα]] τάλαντα Αἰσχίν. 67. 17· εἰσφορὰς τοῖς Ἀχαιοῖς Πολύβ. 4. 60, 4· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[ἄνευ]] τοῦ ποσοῦ ῥητῶς ἐκφερομένου, σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς, [[συνεισφέρω]], πληρώνων τὰς εἰσφορὰς διὰ τὸν πόλεμον, Δημ. 465. 23. 2) [[καθόλου]], συνεργῶ, βοηθῶ, πρὸς ἢ εἰς τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 2, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 1· εἰς μίαν ἀρχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 2· πρὸς ἓν ἅπαντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 12· ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτικ., εἶμαι [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], τῷ βίῳ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 31· τινι [[πρός]] τι Λουκ. Ἀλέξ. 36, κτλ. ― Παθ., συνεισφέρομαι, πληρώνομαι ἀπὸ κοινοῦ, εἴς τι Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 43, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[ἐπειδὴ]] ἅπαντες οἱ πολῖται ἐν Ἀθήναις ἦσαν διῃρημένοι κατὰ τὴν ἐκτιμητὴν αὐτῶν περιουσίαν, καὶ αἱ συνεισφοραὶ εἰς ἃς ὑπέκειντο ἦσαν [[ἀναλόγως]] διορισμέναι, διὰ [[ταῦτα]] ἡ [[φράσις]], σ. εἰς…, ἐσήμαινεν, [[ἀνήκω]] εἴς τινα διαίρεσιν φορολογικήν, κατατάσσομαι εἰς αὐτὴν (πρβλ. [[τελέω]] ΙΙ. 3), σ. εἰς ἄνδρας Ἰσοκρ. 277Β· εἰς τοὺς νόθους Δημ. 691. 18· ἐς τὸ μετοικικόν, ἐς τὸ [[συνέδριον]] Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9, Θεῶν Συμβουλ. 15· μετὰ δοτ., σ. τῷ χορῷ Ἀλκίφρων 3. 71. 2) σ. εἰς Ἀθήνας, εἰς Ὀρχομενόν, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, λέγεται ἐπὶ μικρῶν [[πόλεων]] ὑποτελῶν φόρου εἰς μεγαλειτέρας ἢ διατελουσῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Θουκ. 2. 15., 4. 76, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 12· μετὰ δοτ., σ. Θηβαίοις Ἰσοκρ. 298Β, πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 34· ἀπολ., οἱ συντελοῦντες, οἱ φόρον τελοῦντες, οἱ φόρου ὑποτελεῖς, [[αὐτόθι]] 54, πρβλ. συντελὴς ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |