Anonymous

σχέσις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> manière d'être, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> manière d'être, caractère, nature;<br /><b>2</b> constitution, tempérament;<br /><b>II.</b> disposition naturelle des choses, convenance, relation, rapport.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> manière d'être, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> manière d'être, caractère, nature;<br /><b>2</b> constitution, tempérament;<br /><b>II.</b> disposition naturelle des choses, convenance, relation, rapport.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχέσις''': -εως, ἡ, (ἔχω, σχεῖν) [[κατάστασις]], [[σχέσις]] σώματος, [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, σχεδὸν ὡς τὸ [[διάθεσις]], ἥτις μεταβάλλεται, [[ὅθεν]] ἀντίθετον τῷ [[ἕξις]] ([[κρᾶσις]], φυσικὴ [[σύστασις]], ἥτις διαμένει [[ἀμετάβλητος]]), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 784, [[ὅθεν]], πρόσκαιροι ἢ παροδικοὶ νόσοι λέγονται οὖσαι ἐν σχέσει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς χρονίας, αἵτινες αὐτὴν τὴν σύστασιν τοῦ σώματος ἔχουσι καταλάβει (ἐν ἕξει), Γαλην.· [[σχέσις]] ἕξεως Λουκ. Συμπ. 23, πρβλ. Ἑρμότ. 81· σχ. ἀθλητική, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἀθλητοῦ, Διογ. Λ. 5. 67. 2) [[καθόλου]], ἡ [[φύσις]], [[ποιότης]], τὸ [[εἶδος]] πράγματός τινος οὔτ’ [[εἶδος]], ... οὔθ’ ὅπλων σχ. Αἰσχύλ. Θήβ. 507· ἡ τῶν ὅπλων σχ. Πλάτ. Πολ. 452C· ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 24Β· τριχῶν καὶ ἐσθῆτος Ξεν. Συμπ. 4, 57· βίου σχ., [[τρόπος]] ζωῆς, Δημ. 1122. 25 κρέα... δροσώδη τὴν σχέσιν Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 12. 3) [[θέσις]], [[στάσις]], [[οἷον]] ἐν ὀρχήσει, Πλούτ. 2. 747Β. 4) ὡς καὶ νῦν, [[σχέσις]], σχ. ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Ἀριστ. Ἀποσπ. 178· ἡ [[πρός]] τι σχ. Διογ. Λ. 9. 87· ἀπολ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 2· [[ὡσαύτως]], [[συγγένεια]]. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 26· ― καὶ ἐν τῇ μετρικῇ, κατὰ σχ. [[εἶναι]], ἔχειν σχέσιν, ὡς ἡ στροφὴ καὶ [[ἀντιστροφή]], Ἀριστείδ. Κόϊντ. περὶ Μουσ. 58. 8, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 518, Ἡφαιστ. ΙΙ. [[ἐπίσχεσις]], [[ἀναστολή]], τῆς [[καθάρσιος]], τῶν ἐπιμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1261, Ἀριστ. σ. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 11· τοῦ οὔρου Ἱππ. 1159F· ἀντίθετον τῷ ῥοή, Πλάτ. Κρατ. 424Α. ΙΙΙ. [[κτῆσις]], [[κατοχή]], Ἀρισταίν. 1. 19.
|elnltext=σχέσις -εως, ἡ [ἔχω] het vasthouden, hanteren:. ὅπλων σχέσιν het hanteren van wapens Aeschl. Sept. 507. toestand, conditie:. σχέσις τοῦ σώματος de conditie van het lichaam Hp. Art. 8; τί διαφέρει σχέσις ἕξεως; wat is het verschil tussen een voorbijgaande en een permanente toestand? Luc. 17.23. geneesk. het tegenhouden, retentie:. σ. τῆς καθάρσιος het stoppen van de purgering Hp. Aph. 7.80.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχέσις:''' -εως, ἡ ([[σχεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κατάσταση]], [[συνθήκη]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[φυσική]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[κράση]], [[ιδιοσυγκρασία]], [[φύση]], [[ποιότητα]] ενός πράγματος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 28: Line 25:
|mltxt=η / [[σχέσις]], -εως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[συνάφεια]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[αναλογία]], [[σύνδεση]], [[αναφορά]], [[αλληλεξάρτηση]] (α. «[[σχέση]] αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του [[διάθεση]] έχει στενή [[σχέση]] με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν φύσει μὲν οὐκ ἔστι δεξιόν, κατὰ δὲ τὴν ὡς πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῑται», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[γνωριμία]], [[επικοινωνία]], [[φιλικός]] [[δεσμός]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων προσώπων<br /><b>3.</b> <b>(φιλοσ.)</b> μία από τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, το [[πρός]] τι</i>, η όλη ύπαρξη του οποίου συνίσταται στο ότι αναφέρεται ως εξαρτώμενο από [[άλλο]] [[πράγμα]] ή συναρτώμενο [[κατά]] κάποιον [[άλλο]] τρόπο με [[άλλο]] [[πράγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[συνθήκη]] που ικανοποιείται από δύο ή περισσότερα μεγέθη<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τον Καντ) μία από τις [[τέσσερεις]] κατηγορίες που περιλαμβάνει τη [[συνάφεια]] ουσίας και συμβεβηκότος, αιτίας και αποτελέσματος και, [[τέλος]], τις σχέσεις αμοιβαιότητας, στα οποία ανταποκρίνονται, αντίστοιχα, οι κατηγορικές, υποθετικές και διαζευκτικές κρίσεις<br />β) ([[κατά]] τον Χέγκελ) διεργασία [[κατά]] την οποία πραγματικά διαφορετικοί όροι συσχετιζόμενοι συναπαρτίζουν ουσιαστική [[ενότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εν σχέσει» ή «σε [[σχέση]]»<br />i) σε [[αναφορά]], σε [[σύνδεση]] («το [[θέμα]] εξετάζεται σε [[σχέση]] με το νέο [[νομοσχέδιο]]»)<br />ii) σε [[σύγκριση]], συγκριτικά («το τελευταίο [[έργο]] του [[είναι]] πολύ καλύτερο σε [[σχέση]] με το προηγούμενο»)<br />β) «δεν έχει [[σχέση]]» — δεν έχει [[καμιά]] [[συνάφεια]], [[συνάρτηση]] ή [[εξάρτηση]]<br />γ) «[[αρχή]] εσώτερων σχέσεων»<br /><b>(φιλοσ.)</b> θεμελιακή [[αρχή]] του φιλοσοφικού συστήματος του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία [[κάθε]] [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντικείμενα <i>α</i> και <i>β</i> μπορεί να αναλυθεί με τη [[βοήθεια]] δύο προτάσεων που θα εκφράζουν ότι καθένα από τα αντικείμενα αυτά έχει, αντίστοιχα, την [[ιδιότητα]] Π και Κ, [[δηλαδή]], [[κάθε]] [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντικείμενα μπορεί να αναλυθεί με όρους εσώτερων ιδιοτήτων τών αντικειμένων αυτών<br />δ) «δημόσιες σχέσεις»<br />(κοινων.-οικον.) [[μορφή]] και [[τεχνική]] επικοινωνίας μιας μονάδας —που μπορεί να [[είναι]] [[άτομο]] ή [[σύνολο]]— η οποία έχει ως [[αντικείμενο]], με τη [[χρησιμοποίηση]] [[κάθε]] πρόσφορου μέσου, την [[ενημέρωση]] [[κάθε]] ενδιαφερομένου και της κοινής γνώμης για τη [[δράση]] και τους σκοπούς της μονάδας, την [[προβολή]] μιας θετικής εικόνας της και τη [[δημιουργία]] ευνοϊκού κλίματος, με βασική [[επιδίωξη]] την [[εξυπηρέτηση]] τών στόχων και της πολιτικής της<br />ε) «διακρατικές σχέσεις»<br /><b>(πολ.)</b> οι [[κάθε]] είδους σχέσεις, διπλωματικές, οικονομικές, πολιτιστικές, μορφωτικές κ.ά., που αναπτύσσονται [[μεταξύ]] τών κρατών<br />στ) «διαπροσωπικές σχέσεις»<br />i) (γενικά) οι σχέσεις [[μεταξύ]] τών διαφόρων προσώπων<br />ii) (κοινων.-ψυχολ.) το [[πλέγμα]] τών άμεσων σχέσεων στο οποίο ανήκουν όλα τα φαινόμενα και οι διεργασίες που διαδραματίζονται [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή [[μεταξύ]] ενός προσώπου και άλλων προσώπων, στα πλαίσια της οικογένειας, της επαγγελματικής ζωής και τών άλλων καταστάσεων και μορφών κοινωνικής συμβίωσης<br />ζ) «διεθνείς σχέσεις»<br />i) <b>(πολ.)</b> οι σχέσεις που αναπτύσσει μία [[χώρα]] με άλλες χώρες, οι εξωτερικές σχέσεις ενός κράτους<br />ii) το [[σύνολο]] τών δραστηριοτήτων εξωτερικής πολιτικής και το [[πλέγμα]] τών πολιτικών, νομικών, οικονομικών, πολιτιστικών κ.ά. σχέσεων, διμερών [[είτε]] πολυμερών, [[μεταξύ]] τών κρατών στο [[πλαίσιο]] της διεθνούς κοινότητας, οι οποίες ρυθμίζονται βάσει τών αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου<br />η) «διπλωματικές σχέσεις»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> οι επίσημες πολιτικές σχέσεις [[μεταξύ]] ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών οι οποίες συνάπτονται [[έπειτα]] από αμοιβαία εκφρασμένη [[βούληση]] τών ενδιαφερόμενων [[μερών]] και στα πλαίσια τών οποίων αυτά ανταλλάσσουν μόνιμες διπλωματικές αποστολές, με σκοπό την [[ανάπτυξη]] της διμερούς και, κατ' [[επέκταση]], της διεθνούς συνεργασίας και την [[προστασία]] τών συμφερόντων καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη [[καθώς]] και τών υπηκόων του στο [[έδαφος]] του άλλου κράτους<br />θ) «εξωτερικές σχέσεις»<br /><b>(πολ.)</b> το [[σύνολο]] πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων, επίσημων και ανεπίσημων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών, τις οποίες διατηρεί ένα [[κράτος]] με άλλα κράτη ή με άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμούς ή οργανώσεις<br />ι) «εργασιακές σχέσεις»<br />(κοινων.-οικον.) οι σχέσεις [[μεταξύ]] εργαζομένων, αφ' ενός, και εργοδοτών ή διοικούντων, αφ' ετέρου, οι οποίες οριοθετούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της [[κάθε]] πλευράς<br />ια) «[[θεωρία]] σχέσεων»<br /><b>(λογ.)</b> θεμελιώδες [[μέρος]] της σύγχρονης λογικής που περιλαμβάνει τον υπολογισμό τών σχέσεων, [[καθώς]] και τη [[μελέτη]] τών διαφόρων τύπων σχέσεων και τών γενικών τους ιδιοτήτων<br />ιβ) «κοινωνικές σχέσεις»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[άποψη]]) το [[σύνολο]] τών συστηματικά δομημένων οικονομικών, πολιτικών, νομικών, ηθικών, οικογενειακών κ.ά. σχέσεων [[μεταξύ]] τών ατόμων και τών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δημιουργούνται [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της κοινής υλικής και πνευματικής δράσης τους, σχέσεων στα πλαίσια τών οποίων καθοριστικό ρόλο έχουν οι σχέσεις παραγωγής<br />ιγ) «κοινωνική [[σχέση]]»<br /><b>(κοινων.)</b> [[μορφή]] σχέσης [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων φορέων, [[κατά]] την οποία η [[δράση]] ή η [[ενέργεια]] του ενός επιτελείται με [[βάση]] την προηγούμενη ή την προβλεπόμενη [[δράση]] ή [[ενέργεια]] του άλλου και η οποία χαρακτηρίζεται από την αμοιβαία [[αναγνώριση]] τών αντίστοιχων φορέων ότι [[είναι]] κάτοχοι συγκεκριμένων θέσεων και φορείς συγκεκριμένων ρόλων<br />ιδ) «νομικές σχέσεις»<br /><b>(νομ.)</b> οι σχέσεις [[μεταξύ]] τών μελών της κοινωνίας που [[είναι]] περιβεβλημένες με κανονιστικό χαρακτήρα μέσω της ρύθμισή τους από τον νόμο<br />ιε) «πολιτικές σχέσεις» — το [[σύνολο]] τών σχέσεων που υπάρχουν εξ αντικειμένου [[μεταξύ]] κρατών, εθνών, κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, [[μεταξύ]] πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, [[μεταξύ]] πολιτών και κράτους, [[μεταξύ]] κυβερνωμένων και κυβερνώντων<br />ιστ) «προξενικές σχέσεις»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> επίσημες και μόνιμου χαρακτήρα σχέσεις που διατηρούν δύο κράτη [[μεταξύ]] τους μέσω τών προξενικών αποστολών και οι οποίες έχουν ως κύριο [[αντικείμενο]] την [[προστασία]] τών οικονομικών και νομικών συμφερόντων του αντίστοιχου κράτους και τών υπηκόων του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο [[έδαφος]] του άλλου κράτους<br />ιζ) «σχέσεις ιδιοκτησίας»<br /><b>(κοινων.)</b> οι βασικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες καθορίζονται και προστατεύονται νομικά και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα όλων τών άλλων κοινωνικών σχέσεων<br />ιη) «σχέσεις παραγωγής»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) οι σχέσεις που αναπτύσσονται εξ αντικειμένου [[μεταξύ]] τών ανθρώπων [[κατά]] τη διεργασία παραγωγής, κατανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης τών υλικών αγαθών και που αποτελούν, [[μαζί]] με τις παραγωγικές δυνάμεις, τις δύο κύριες συνιστώσες του τρόπου παραγωγής<br />ιθ) «[[υπολογισμός]] σχέσεων»<br /><b>(λογ.)</b> [[μέρος]] της θεωρίας τών σχέσεων στο οποίο διατυπώνονται απόλυτοι νόμοι που διέπουν τις λειτουργίες οι οποίες επιτρέπουν τον σχηματισμό νέων σχέσεων με [[βάση]] τις δεδομένες σχέσεις<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> «τί [[σχέση]] έχει ο [[φάντες]] με το [[ρετσινόλαδο]]» — λέγεται για πράγματα εντελώς άσχετα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ερωτικός]] [[δεσμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], [[εύνοια]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ή [[ποιότητα]] («ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]] ἀσπίδων καὶ δοράτων», Πλατ.)<br /><b>2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]] («πρέπουσαν ἔχειν σχέσιν καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ σχέσιν [[εἶναι]] [ή γεγράφθαι]»<br />(στη [[μετρική]]) [[σύνθεση]] που χαρακτηρίζεται από [[ανταπόκριση]] στροφών, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[στροφή]] και η [[αντιστροφή]] (<b>Αριστείδ.</b> Κ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) πρόσκαιρη [[κατάσταση]] («[[σχέσις]] τοῦ σώματος» — η μεταβαλλόμενη [[κατάσταση]] του σώματος, σε [[αντιδιαστολή]] με την <i>έξη</i>, η οποία έχει στοιχεία μονιμότητας, Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> στάσιμη [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> (στον χορό) [[θέση]], [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[διατύπωση]] σκέψης, [[έκφραση]] συναισθήματος, [[στάση]], [[συμπεριφορά]]<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]]<br /><b>6.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[θέση]] («αὗται αἱ σχέσεις, ἑπταὶ οὖσαι», Κλεομήδ.)<br /><b>7.</b> [[συγκράτηση]], [[επίσχεση]] («τοῦ οὔρου... [[σχέσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> [[κατοχή]], [[κτήση]]<br /><b>9.</b> [[συμμετοχή]]<br /><b>10.</b> [[ονομασία]] είδους ρητορικού σχήματος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ [[δέκα]] σχέσεις» — οι [[δέκα]] κατηγορίες ή τα [[δέκα]] σχήματα της κατηγορίας (Ιάμβλ. Νικ. Αριθμ.)<br />β) «νόσοι ἐν σχέσει» — παροδικές ασθένειες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις χρόνιες <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i> / <i>σχέσθαι</i>) με κατάλ. -<i>σις</i>. Η σημ. της λ. διαφέρει από εκείνην του [[ἕξις]], [[επίσης]] παραγώγου του ρ. <i>έχω</i>, στο ότι η λ. [[σχέση]] δηλώνει πρόσκαιρη ή μεταβαλλόμενη [[κατάσταση]], [[συνάφεια]], [[αλληλεξάρτηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την <i>έξη</i>, που έχει το [[στοιχείο]] της μονιμότητας, της σταθερότητας].
|mltxt=η / [[σχέσις]], -εως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[συνάφεια]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[αναλογία]], [[σύνδεση]], [[αναφορά]], [[αλληλεξάρτηση]] (α. «[[σχέση]] αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του [[διάθεση]] έχει στενή [[σχέση]] με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν φύσει μὲν οὐκ ἔστι δεξιόν, κατὰ δὲ τὴν ὡς πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῑται», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[γνωριμία]], [[επικοινωνία]], [[φιλικός]] [[δεσμός]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων προσώπων<br /><b>3.</b> <b>(φιλοσ.)</b> μία από τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, το [[πρός]] τι</i>, η όλη ύπαρξη του οποίου συνίσταται στο ότι αναφέρεται ως εξαρτώμενο από [[άλλο]] [[πράγμα]] ή συναρτώμενο [[κατά]] κάποιον [[άλλο]] τρόπο με [[άλλο]] [[πράγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[συνθήκη]] που ικανοποιείται από δύο ή περισσότερα μεγέθη<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τον Καντ) μία από τις [[τέσσερεις]] κατηγορίες που περιλαμβάνει τη [[συνάφεια]] ουσίας και συμβεβηκότος, αιτίας και αποτελέσματος και, [[τέλος]], τις σχέσεις αμοιβαιότητας, στα οποία ανταποκρίνονται, αντίστοιχα, οι κατηγορικές, υποθετικές και διαζευκτικές κρίσεις<br />β) ([[κατά]] τον Χέγκελ) διεργασία [[κατά]] την οποία πραγματικά διαφορετικοί όροι συσχετιζόμενοι συναπαρτίζουν ουσιαστική [[ενότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εν σχέσει» ή «σε [[σχέση]]»<br />i) σε [[αναφορά]], σε [[σύνδεση]] («το [[θέμα]] εξετάζεται σε [[σχέση]] με το νέο [[νομοσχέδιο]]»)<br />ii) σε [[σύγκριση]], συγκριτικά («το τελευταίο [[έργο]] του [[είναι]] πολύ καλύτερο σε [[σχέση]] με το προηγούμενο»)<br />β) «δεν έχει [[σχέση]]» — δεν έχει [[καμιά]] [[συνάφεια]], [[συνάρτηση]] ή [[εξάρτηση]]<br />γ) «[[αρχή]] εσώτερων σχέσεων»<br /><b>(φιλοσ.)</b> θεμελιακή [[αρχή]] του φιλοσοφικού συστήματος του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία [[κάθε]] [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντικείμενα <i>α</i> και <i>β</i> μπορεί να αναλυθεί με τη [[βοήθεια]] δύο προτάσεων που θα εκφράζουν ότι καθένα από τα αντικείμενα αυτά έχει, αντίστοιχα, την [[ιδιότητα]] Π και Κ, [[δηλαδή]], [[κάθε]] [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντικείμενα μπορεί να αναλυθεί με όρους εσώτερων ιδιοτήτων τών αντικειμένων αυτών<br />δ) «δημόσιες σχέσεις»<br />(κοινων.-οικον.) [[μορφή]] και [[τεχνική]] επικοινωνίας μιας μονάδας —που μπορεί να [[είναι]] [[άτομο]] ή [[σύνολο]]— η οποία έχει ως [[αντικείμενο]], με τη [[χρησιμοποίηση]] [[κάθε]] πρόσφορου μέσου, την [[ενημέρωση]] [[κάθε]] ενδιαφερομένου και της κοινής γνώμης για τη [[δράση]] και τους σκοπούς της μονάδας, την [[προβολή]] μιας θετικής εικόνας της και τη [[δημιουργία]] ευνοϊκού κλίματος, με βασική [[επιδίωξη]] την [[εξυπηρέτηση]] τών στόχων και της πολιτικής της<br />ε) «διακρατικές σχέσεις»<br /><b>(πολ.)</b> οι [[κάθε]] είδους σχέσεις, διπλωματικές, οικονομικές, πολιτιστικές, μορφωτικές κ.ά., που αναπτύσσονται [[μεταξύ]] τών κρατών<br />στ) «διαπροσωπικές σχέσεις»<br />i) (γενικά) οι σχέσεις [[μεταξύ]] τών διαφόρων προσώπων<br />ii) (κοινων.-ψυχολ.) το [[πλέγμα]] τών άμεσων σχέσεων στο οποίο ανήκουν όλα τα φαινόμενα και οι διεργασίες που διαδραματίζονται [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή [[μεταξύ]] ενός προσώπου και άλλων προσώπων, στα πλαίσια της οικογένειας, της επαγγελματικής ζωής και τών άλλων καταστάσεων και μορφών κοινωνικής συμβίωσης<br />ζ) «διεθνείς σχέσεις»<br />i) <b>(πολ.)</b> οι σχέσεις που αναπτύσσει μία [[χώρα]] με άλλες χώρες, οι εξωτερικές σχέσεις ενός κράτους<br />ii) το [[σύνολο]] τών δραστηριοτήτων εξωτερικής πολιτικής και το [[πλέγμα]] τών πολιτικών, νομικών, οικονομικών, πολιτιστικών κ.ά. σχέσεων, διμερών [[είτε]] πολυμερών, [[μεταξύ]] τών κρατών στο [[πλαίσιο]] της διεθνούς κοινότητας, οι οποίες ρυθμίζονται βάσει τών αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου<br />η) «διπλωματικές σχέσεις»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> οι επίσημες πολιτικές σχέσεις [[μεταξύ]] ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών οι οποίες συνάπτονται [[έπειτα]] από αμοιβαία εκφρασμένη [[βούληση]] τών ενδιαφερόμενων [[μερών]] και στα πλαίσια τών οποίων αυτά ανταλλάσσουν μόνιμες διπλωματικές αποστολές, με σκοπό την [[ανάπτυξη]] της διμερούς και, κατ' [[επέκταση]], της διεθνούς συνεργασίας και την [[προστασία]] τών συμφερόντων καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη [[καθώς]] και τών υπηκόων του στο [[έδαφος]] του άλλου κράτους<br />θ) «εξωτερικές σχέσεις»<br /><b>(πολ.)</b> το [[σύνολο]] πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων, επίσημων και ανεπίσημων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών, τις οποίες διατηρεί ένα [[κράτος]] με άλλα κράτη ή με άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμούς ή οργανώσεις<br />ι) «εργασιακές σχέσεις»<br />(κοινων.-οικον.) οι σχέσεις [[μεταξύ]] εργαζομένων, αφ' ενός, και εργοδοτών ή διοικούντων, αφ' ετέρου, οι οποίες οριοθετούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της [[κάθε]] πλευράς<br />ια) «[[θεωρία]] σχέσεων»<br /><b>(λογ.)</b> θεμελιώδες [[μέρος]] της σύγχρονης λογικής που περιλαμβάνει τον υπολογισμό τών σχέσεων, [[καθώς]] και τη [[μελέτη]] τών διαφόρων τύπων σχέσεων και τών γενικών τους ιδιοτήτων<br />ιβ) «κοινωνικές σχέσεις»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[άποψη]]) το [[σύνολο]] τών συστηματικά δομημένων οικονομικών, πολιτικών, νομικών, ηθικών, οικογενειακών κ.ά. σχέσεων [[μεταξύ]] τών ατόμων και τών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δημιουργούνται [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της κοινής υλικής και πνευματικής δράσης τους, σχέσεων στα πλαίσια τών οποίων καθοριστικό ρόλο έχουν οι σχέσεις παραγωγής<br />ιγ) «κοινωνική [[σχέση]]»<br /><b>(κοινων.)</b> [[μορφή]] σχέσης [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων φορέων, [[κατά]] την οποία η [[δράση]] ή η [[ενέργεια]] του ενός επιτελείται με [[βάση]] την προηγούμενη ή την προβλεπόμενη [[δράση]] ή [[ενέργεια]] του άλλου και η οποία χαρακτηρίζεται από την αμοιβαία [[αναγνώριση]] τών αντίστοιχων φορέων ότι [[είναι]] κάτοχοι συγκεκριμένων θέσεων και φορείς συγκεκριμένων ρόλων<br />ιδ) «νομικές σχέσεις»<br /><b>(νομ.)</b> οι σχέσεις [[μεταξύ]] τών μελών της κοινωνίας που [[είναι]] περιβεβλημένες με κανονιστικό χαρακτήρα μέσω της ρύθμισή τους από τον νόμο<br />ιε) «πολιτικές σχέσεις» — το [[σύνολο]] τών σχέσεων που υπάρχουν εξ αντικειμένου [[μεταξύ]] κρατών, εθνών, κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, [[μεταξύ]] πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, [[μεταξύ]] πολιτών και κράτους, [[μεταξύ]] κυβερνωμένων και κυβερνώντων<br />ιστ) «προξενικές σχέσεις»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> επίσημες και μόνιμου χαρακτήρα σχέσεις που διατηρούν δύο κράτη [[μεταξύ]] τους μέσω τών προξενικών αποστολών και οι οποίες έχουν ως κύριο [[αντικείμενο]] την [[προστασία]] τών οικονομικών και νομικών συμφερόντων του αντίστοιχου κράτους και τών υπηκόων του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο [[έδαφος]] του άλλου κράτους<br />ιζ) «σχέσεις ιδιοκτησίας»<br /><b>(κοινων.)</b> οι βασικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες καθορίζονται και προστατεύονται νομικά και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα όλων τών άλλων κοινωνικών σχέσεων<br />ιη) «σχέσεις παραγωγής»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) οι σχέσεις που αναπτύσσονται εξ αντικειμένου [[μεταξύ]] τών ανθρώπων [[κατά]] τη διεργασία παραγωγής, κατανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης τών υλικών αγαθών και που αποτελούν, [[μαζί]] με τις παραγωγικές δυνάμεις, τις δύο κύριες συνιστώσες του τρόπου παραγωγής<br />ιθ) «[[υπολογισμός]] σχέσεων»<br /><b>(λογ.)</b> [[μέρος]] της θεωρίας τών σχέσεων στο οποίο διατυπώνονται απόλυτοι νόμοι που διέπουν τις λειτουργίες οι οποίες επιτρέπουν τον σχηματισμό νέων σχέσεων με [[βάση]] τις δεδομένες σχέσεις<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> «τί [[σχέση]] έχει ο [[φάντες]] με το [[ρετσινόλαδο]]» — λέγεται για πράγματα εντελώς άσχετα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ερωτικός]] [[δεσμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], [[εύνοια]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ή [[ποιότητα]] («ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]] ἀσπίδων καὶ δοράτων», Πλατ.)<br /><b>2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]] («πρέπουσαν ἔχειν σχέσιν καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ σχέσιν [[εἶναι]] [ή γεγράφθαι]»<br />(στη [[μετρική]]) [[σύνθεση]] που χαρακτηρίζεται από [[ανταπόκριση]] στροφών, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[στροφή]] και η [[αντιστροφή]] (<b>Αριστείδ.</b> Κ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) πρόσκαιρη [[κατάσταση]] («[[σχέσις]] τοῦ σώματος» — η μεταβαλλόμενη [[κατάσταση]] του σώματος, σε [[αντιδιαστολή]] με την <i>έξη</i>, η οποία έχει στοιχεία μονιμότητας, Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> στάσιμη [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> (στον χορό) [[θέση]], [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[διατύπωση]] σκέψης, [[έκφραση]] συναισθήματος, [[στάση]], [[συμπεριφορά]]<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]]<br /><b>6.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[θέση]] («αὗται αἱ σχέσεις, ἑπταὶ οὖσαι», Κλεομήδ.)<br /><b>7.</b> [[συγκράτηση]], [[επίσχεση]] («τοῦ οὔρου... [[σχέσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> [[κατοχή]], [[κτήση]]<br /><b>9.</b> [[συμμετοχή]]<br /><b>10.</b> [[ονομασία]] είδους ρητορικού σχήματος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ [[δέκα]] σχέσεις» — οι [[δέκα]] κατηγορίες ή τα [[δέκα]] σχήματα της κατηγορίας (Ιάμβλ. Νικ. Αριθμ.)<br />β) «νόσοι ἐν σχέσει» — παροδικές ασθένειες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις χρόνιες <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i> / <i>σχέσθαι</i>) με κατάλ. -<i>σις</i>. Η σημ. της λ. διαφέρει από εκείνην του [[ἕξις]], [[επίσης]] παραγώγου του ρ. <i>έχω</i>, στο ότι η λ. [[σχέση]] δηλώνει πρόσκαιρη ή μεταβαλλόμενη [[κατάσταση]], [[συνάφεια]], [[αλληλεξάρτηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την <i>έξη</i>, που έχει το [[στοιχείο]] της μονιμότητας, της σταθερότητας].
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=σχέσις -εως, ἡ [ἔχω] het vasthouden, hanteren:. ὅπλων σχέσιν het hanteren van wapens Aeschl. Sept. 507. toestand, conditie:. σχέσις τοῦ σώματος de conditie van het lichaam Hp. Art. 8; τί διαφέρει σχέσις ἕξεως; wat is het verschil tussen een voorbijgaande en een permanente toestand? Luc. 17.23. geneesk. het tegenhouden, retentie:. σ. τῆς καθάρσιος het stoppen van de purgering Hp. Aph. 7.80.
|lsmtext='''σχέσις:''' -εως, ἡ ([[σχεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κατάσταση]], [[συνθήκη]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[φυσική]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[κράση]], [[ιδιοσυγκρασία]], [[φύση]], [[ποιότητα]] ενός πράγματος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{ls
|lstext='''σχέσις''': -εως, ἡ, (ἔχω, σχεῖν) [[κατάστασις]], [[σχέσις]] σώματος, [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, σχεδὸν ὡς τὸ [[διάθεσις]], ἥτις μεταβάλλεται, [[ὅθεν]] ἀντίθετον τῷ [[ἕξις]] ([[κρᾶσις]], φυσικὴ [[σύστασις]], ἥτις διαμένει [[ἀμετάβλητος]]), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 784, [[ὅθεν]], πρόσκαιροι ἢ παροδικοὶ νόσοι λέγονται οὖσαι ἐν σχέσει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς χρονίας, αἵτινες αὐτὴν τὴν σύστασιν τοῦ σώματος ἔχουσι καταλάβει (ἐν ἕξει), Γαλην.· [[σχέσις]] ἕξεως Λουκ. Συμπ. 23, πρβλ. Ἑρμότ. 81· σχ. ἀθλητική, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἀθλητοῦ, Διογ. Λ. 5. 67. 2) [[καθόλου]], ἡ [[φύσις]], [[ποιότης]], τὸ [[εἶδος]] πράγματός τινος οὔτ’ [[εἶδος]], ... οὔθ’ ὅπλων σχ. Αἰσχύλ. Θήβ. 507· ἡ τῶν ὅπλων σχ. Πλάτ. Πολ. 452C· ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 24Β· τριχῶν καὶ ἐσθῆτος Ξεν. Συμπ. 4, 57· βίου σχ., [[τρόπος]] ζωῆς, Δημ. 1122. 25 κρέα... δροσώδη τὴν σχέσιν Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 12. 3) [[θέσις]], [[στάσις]], [[οἷον]] ἐν ὀρχήσει, Πλούτ. 2. 747Β. 4) ὡς καὶ νῦν, [[σχέσις]], σχ. ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Ἀριστ. Ἀποσπ. 178· ἡ [[πρός]] τι σχ. Διογ. Λ. 9. 87· ἀπολ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 2· [[ὡσαύτως]], [[συγγένεια]]. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 26· ― καὶ ἐν τῇ μετρικῇ, κατὰ σχ. [[εἶναι]], ἔχειν σχέσιν, ὡς ἡ στροφὴ καὶ [[ἀντιστροφή]], Ἀριστείδ. Κόϊντ. περὶ Μουσ. 58. 8, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 518, Ἡφαιστ. ΙΙ. [[ἐπίσχεσις]], [[ἀναστολή]], τῆς [[καθάρσιος]], τῶν ἐπιμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1261, Ἀριστ. σ. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 11· τοῦ οὔρου Ἱππ. 1159F· ἀντίθετον τῷ ῥοή, Πλάτ. Κρατ. 424Α. ΙΙΙ. [[κτῆσις]], [[κατοχή]], Ἀρισταίν. 1. 19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj