3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d'immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d'immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συρφετός -οῦ, ὁ [~ σύρω] kaf; Hes. Op. 606; overdr. van pers. gepeupel, uitvaagsel:. συρφετὸς... δούλων een uitvaagsel van slaven Plat. Grg. 489c. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συρφετός:''' ὁ Hes., Plat., Plut., Luc. = [[σύρφαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συρφετός:''' ὁ ([[σύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. [[quisquiliae]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ανάμικτο [[πλήθος]], όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], [[ένας]] από τον όχλο (πρβλ. [[plebs]] eris του Ορατ.), στον ίδ. | |lsmtext='''συρφετός:''' ὁ ([[σύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. [[quisquiliae]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ανάμικτο [[πλήθος]], όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], [[ένας]] από τον όχλο (πρβλ. [[plebs]] eris του Ορατ.), στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συρφετός''': ὁ, = [[φορυτός]], πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συρόμενον ἢ φερόμενον, ξηρὰ φύλλα, ἄχυρα καὶ τὰ τοιαῦτα, σωρὸς φρυγάνων, φρόκαλα, φρύσουλα, κτλ., Λατ. quisquiliae, [[χόρτος]] καὶ συρφετὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604. Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 109, Πλούτ. 2. 97F· συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 811D, πρβλ. [[σύρμα]] Ι. 2. 2) μεταφορ., ἀνάμικτον [[πλῆθος]], [[ὄχλος]]. συρ. δούλων Πλάτ. Γοργ. 489C· τῷ πολλῷ σ., εἰς τὸν πολυκέφαλον ὄχλον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152C· ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Εὔφρων ἐν «Συνεφήβοις» 1. 6. β) ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου (πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου plebs cris), οὐ [[κομψός]], ἀλλὰ σ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τοῦ ὄχλου ἢ [[ὅμοιος]] τῷ ὄχλῳ, [[κοινός]], [[χυδαῖος]], Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σελ. 325 Scwh., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 40. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] προδήλως [[σύρω]]. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον οὐδέτερον [[σύρφος]], «σύρφη· φρύγανα». Συγγενὲς τῷ [[σύρβη]], [[τύρβη]], turb?). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |