Anonymous

συρφετός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d'immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas d'immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συρφετός''': , = [[φορυτός]], πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συρόμενον ἢ φερόμενον, ξηρὰ φύλλα, ἄχυρα καὶ τὰ τοιαῦτα, σωρὸς φρυγάνων, φρόκαλα, φρύσουλα, κτλ., Λατ. quisquiliae, [[χόρτος]] καὶ συρφετὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604. Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 109, Πλούτ. 2. 97F· συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 811D, πρβλ. [[σύρμα]] Ι. 2. 2) μεταφορ., ἀνάμικτον [[πλῆθος]], [[ὄχλος]]. συρ. δούλων Πλάτ. Γοργ. 489C· τῷ πολλῷ σ., εἰς τὸν πολυκέφαλον ὄχλον, αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152C· ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Εὔφρων ἐν «Συνεφήβοις» 1. 6. β) ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου (πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου plebs cris), οὐ [[κομψός]], ἀλλὰ σ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τοῦ ὄχλου ἢ [[ὅμοιος]] τῷ ὄχλῳ, [[κοινός]], [[χυδαῖος]], Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σελ. 325 Scwh., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 40. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] προδήλως [[σύρω]]. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον οὐδέτερον [[σύρφος]], «σύρφη· φρύγανα». Συγγενὲς τῷ [[σύρβη]], [[τύρβη]], turb?).
|elnltext=συρφετός -οῦ, ὁ [~ σύρω] kaf; Hes. Op. 606; overdr. van pers. gepeupel, uitvaagsel:. συρφετὸς... δούλων een uitvaagsel van slaven Plat. Grg. 489c.
}}
{{elru
|elrutext='''συρφετός:''' Hes., Plat., Plut., Luc. = [[σύρφαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συρφετός:''' ὁ ([[σύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. [[quisquiliae]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ανάμικτο [[πλήθος]], όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], [[ένας]] από τον όχλο (πρβλ. [[plebs]] eris του Ορατ.), στον ίδ.
|lsmtext='''συρφετός:''' ὁ ([[σύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. [[quisquiliae]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ανάμικτο [[πλήθος]], όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], [[ένας]] από τον όχλο (πρβλ. [[plebs]] eris του Ορατ.), στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συρφετός:''' ὁ Hes., Plat., Plut., Luc. = [[σύρφαξ]].
|lstext='''συρφετός''': , = [[φορυτός]], πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συρόμενον ἢ φερόμενον, ξηρὰ φύλλα, ἄχυρα καὶ τὰ τοιαῦτα, σωρὸς φρυγάνων, φρόκαλα, φρύσουλα, κτλ., Λατ. quisquiliae, [[χόρτος]] καὶ συρφετὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604. Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 109, Πλούτ. 2. 97F· συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι [[αὐτόθι]] 811D, πρβλ. [[σύρμα]] Ι. 2. 2) μεταφορ., ἀνάμικτον [[πλῆθος]], [[ὄχλος]]. συρ. δούλων Πλάτ. Γοργ. 489C· τῷ πολλῷ σ., εἰς τὸν πολυκέφαλον ὄχλον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152C· ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Εὔφρων ἐν «Συνεφήβοις» 1. 6. β) ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου (πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου plebs cris), οὐ [[κομψός]], ἀλλὰ σ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τοῦ ὄχλου ἢ [[ὅμοιος]] τῷ ὄχλῳ, [[κοινός]], [[χυδαῖος]], Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σελ. 325 Scwh., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 40. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] προδήλως [[σύρω]]. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον οὐδέτερον [[σύρφος]], «σύρφη· φρύγανα». Συγγενὲς τῷ [[σύρβη]], [[τύρβη]], turb?).
}}
{{elnl
|elnltext=συρφετός -οῦ, ὁ [~ σύρω] kaf; Hes. Op. 606; overdr. van pers. gepeupel, uitvaagsel:. συρφετὸς... δούλων een uitvaagsel van slaven Plat. Grg. 489c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj