Anonymous

σωφρονικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />porté à la modération.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
|btext=ή, όν :<br />porté à la modération.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σωφρονικός''': -ή, -όν, ὁ φύσει [[σώφρων]], [[μέτριος]], [[νηφάλιος]], ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· [[σεμνότης]], [[ἔθος]] Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
|elnltext=σωφρονικός --όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5.
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονικός:''' [[благоразумный]], [[умеренный]], [[сдержанный]], [[уравновешенный]], [[скромный]] Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σωφρονικός:''' [[благоразумный]], [[умеренный]], [[сдержанный]], [[уравновешенный]], [[скромный]] Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый.
|lstext='''σωφρονικός''': -ή, -όν, ὁ φύσει [[σώφρων]], [[μέτριος]], [[νηφάλιος]], ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· [[σεμνότης]], [[ἔθος]] Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=σωφρονικός --όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σωφρονικός]], ή, όν [[σώφρων]]<br />[[naturally]] [[temperate]], [[moderate]], [[sober]], Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.
|mdlsjtxt=[[σωφρονικός]], ή, όν [[σώφρων]]<br />[[naturally]] [[temperate]], [[moderate]], [[sober]], Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.
}}
}}