Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύλλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]].
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύλλεκτρος''': -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ [[αὐτοῦ]] λέκτρου, [[σύνευνος]], ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ [[Διός]], περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, [[αὐτόθι]] 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.
|elnltext=σύλλεκτρος -οῦ, ὁ [σύν, λέκτρον] iemand die het bed deelt, bedgenoot, van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.
}}
{{elru
|elrutext='''σύλλεκτρος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.<br />разделяющий ложе ([[Διός]] Eur. и τῷ Διί Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύλλεκτρος:''' <b class="num">II</b> и ἡ супруг(а) Eur., Anth.<br />разделяющий ложе ([[Διός]] Eur. и τῷ Διί Luc.).
|lstext='''σύλλεκτρος''': -ον, συμμετέχων τοῦ [[αὐτοῦ]] λέκτρου, [[σύνευνος]], ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ [[Διός]], περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, [[αὐτόθι]] 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=σύλλεκτρος -οῦ, [σύν, λέκτρον] iemand die het bed deelt, bedgenoot, van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj