Anonymous

συνεκτίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]].
|btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεκτίνω''': [], μέλλ -τίσω [], [[ἐκτίνω]], πληρώνω μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.
|elnltext=συν-εκτίνω helpen betalen.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτίνω:''' () (fut. συνεκτίσω с ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνεκτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] μαζί ή από κοινού με, [[συμβάλλω]] στην [[πληρωμή]], σε Δημ.
|lsmtext='''συνεκτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] μαζί ή από κοινού με, [[συμβάλλω]] στην [[πληρωμή]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεκτίνω:''' () (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
|lstext='''συνεκτίνω''': [], μέλλ -τίσω [ῑ], [[ἐκτίνω]], πληρώνω μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εκτίνω helpen betalen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τίσω]]<br />to pay [[along]] with or [[together]], to [[help]] in paying, Dem.
|mdlsjtxt=fut. -[[τίσω]]<br />to pay [[along]] with or [[together]], to [[help]] in paying, Dem.
}}
}}