Anonymous

συντηρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conserver;<br /><b>2</b> observer, surveiller.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τηρέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conserver;<br /><b>2</b> observer, surveiller.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τηρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συντηρέω''': τηρῶ ἢ διαφυλάττω [[καλῶς]], ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ [[σύγκλητος]] οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ [[ὁμοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν [[οἶνον]] νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, [[αὐτόθι]] 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, [[περιμένω]] εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12.
|elnltext=συν-τηρέω bewaren, beschermen; ook overdr.. πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα... ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς zij bewaarde al deze woorden in haar hart NT Luc. 2.19.
}}
{{elru
|elrutext='''συντηρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сохранять]], [[хранить]] (τὴν ζωὴν διὰ γενέσεως Arst.; τὰ ῥήματά τινος NT; τὴν [[ἑαυτοῦ]] γνώμην σ. παρ᾽ ἑαυτῷ Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[беречь]], [[оберегать]] (τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> [[блюсти]], [[соблюдать]] (τὰ δίκαια Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[выжидать удобный момент]]: συντηροῦντα παίειν τινά Plut. выждав удобный момент (т. е. прицелившись), поражать кого-л.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συντηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διατηρώ]] ή [[διαφυλάσσω]] μαζί — Παθ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[καιροφυλακτώ]], [[περιμένω]] να αρπάξω την [[ευκαιρία]], [[παραμονεύω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συντηρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διατηρώ]] ή [[διαφυλάσσω]] μαζί — Παθ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[καιροφυλακτώ]], [[περιμένω]] να αρπάξω την [[ευκαιρία]], [[παραμονεύω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συντηρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сохранять]], [[хранить]] (τὴν ζωὴν διὰ γενέσεως Arst.; τὰ ῥήματά τινος NT; τὴν [[ἑαυτοῦ]] γνώμην σ. παρ᾽ ἑαυτῷ Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[беречь]], [[оберегать]] (τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> [[блюсти]], [[соблюдать]] (τὰ δίκαια Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[выжидать удобный момент]]: συντηροῦντα παίειν τινά Plut. выждав удобный момент (т. е. прицелившись), поражать кого-л.
|lstext='''συντηρέω''': τηρῶ ἢ διαφυλάττω [[καλῶς]], ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ [[σύγκλητος]] οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ [[ὁμοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν [[οἶνον]] νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, [[αὐτόθι]] 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, [[περιμένω]] εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-τηρέω bewaren, beschermen; ook overdr.. πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα... ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς zij bewaarde al deze woorden in haar hart NT Luc. 2.19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj