Anonymous

σύνδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δεῖπνον]].
|btext=ος, ον :<br />convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δεῖπνον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύνδειπνος''': , ἡ, ὁ συνδειπνῶν, [[συνδαιτυμών]], Λατ. conviva, Εὐρ. Ἴων. 1172, Ξενοφ Κύρ. 3. 2, 25., 8. 2, 3· ξ. τινα ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 27· ξ. τινα ἄγομαι, [[λαμβάνω]] τινὰ μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς [[δεῖπνον]] [[ὅπως]] συμφάγῃ εἰ καὶ αὐτὸς δὲν ἐκλήθη, Λατ. umbra ([[σκιά]]), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 2, 28· σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Πλούτ. 2. 660Β. ― Σατυρικόν τι [[δρᾶμα]] τοῦ Σοφ. ἐκαλεῖτο Σύνδειπνοι, Ἀποσπ. 146 κἑξ.
|elnltext=σύνδειπνος -ου, ὁ, ἡ [σύν, δεῖπνος] deelnemer aan een maaltijd, disgenoot, tafelgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνδειπνος:''' ὁ и участник трапезы, сотрапезник, тж. гость Eur., Xen., Plut., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύνδειπνος:''' ὁ, ἡ ([[δεῖπνον]]), [[συνδαιτυμόνας]], [[σύντροφος]] στο κοινό [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]], Λατ. [[conviva]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''σύνδειπνος:''' ὁ, ἡ ([[δεῖπνον]]), [[συνδαιτυμόνας]], [[σύντροφος]] στο κοινό [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]], Λατ. [[conviva]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύνδειπνος:''' ὁ и участник трапезы, сотрапезник, тж. гость Eur., Xen., Plut., Anth.
|lstext='''σύνδειπνος''': , ἡ, ὁ συνδειπνῶν, [[συνδαιτυμών]], Λατ. conviva, Εὐρ. Ἴων. 1172, Ξενοφ Κύρ. 3. 2, 25., 8. 2, 3· ξ. τινα ποιεῖσθαι αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 27· ξ. τινα ἄγομαι, [[λαμβάνω]] τινὰ μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς [[δεῖπνον]] [[ὅπως]] συμφάγῃ εἰ καὶ αὐτὸς δὲν ἐκλήθη, Λατ. umbra ([[σκιά]]), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 2, 28· σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Πλούτ. 2. 660Β. ― Σατυρικόν τι [[δρᾶμα]] τοῦ Σοφ. ἐκαλεῖτο Σύνδειπνοι, Ἀποσπ. 146 κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύνδειπνος -ου, ὁ, [σύν, δεῖπνος] deelnemer aan een maaltijd, disgenoot, tafelgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj