Anonymous

σύμπηκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />solidement assemblé, solidement construit ; compact.<br />'''Étymologie:''' [[συμπήγνυμι]].
|btext=ος, ον :<br />solidement assemblé, solidement construit ; compact.<br />'''Étymologie:''' [[συμπήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμπηκτος''': -ον, [[ὁμοῦ]] συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) [[εἶναι]] διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον [[γάλα]], πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.
|elnltext=σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπηκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сколоченный]], [[сложенный]], [[построенный]] (ἔκ τινος Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[плотный]], [[твердый]] (πλαίσια Arph. - [[varia lectio|v.l.]] ξύμπτυκτος).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύμπηκτος:''' -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, [[συμπαγής]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''σύμπηκτος:''' -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, [[συμπαγής]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύμπηκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сколоченный]], [[сложенный]], [[построенный]] (ἔκ τινος Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[плотный]], [[твердый]] (πλαίσια Arph. - [[varia lectio|v.l.]] ξύμπτυκτος).
|lstext='''σύμπηκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) [[εἶναι]] διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον [[γάλα]], πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύμ-πηκτος, ον,<br />put [[together]], constructed, framed, Hdt., Ar.
|mdlsjtxt=σύμ-πηκτος, ον,<br />put [[together]], constructed, framed, Hdt., Ar.
}}
}}