3,274,246
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>plur. irrég.</i> [[σύνδεσμα]], ων ([[τά]]) :<br /><b>I.</b> lien ; <i>fig.</i> lien d'amitié, de concorde, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> liens du corps, assemblage <i>ou</i> consistance des parties du corps;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> particule, <i>d'ord.</i> conjonction, <i>qqf</i> préposition.<br />'''Étymologie:''' [[συνδέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>plur. irrég.</i> [[σύνδεσμα]], ων ([[τά]]) :<br /><b>I.</b> lien ; <i>fig.</i> lien d'amitié, de concorde, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> liens du corps, assemblage <i>ou</i> consistance des parties du corps;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> particule, <i>d'ord.</i> conjonction, <i>qqf</i> préposition.<br />'''Étymologie:''' [[συνδέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σύνδεσμος -ου, ὁ, Att. ook ξύνδεσμος [συνδέω] heterocl. plur. n. σύνδεσμα Eur. verbinding, band:; μελέων σύνδεσμα de verbindingen van mijn ledematen (d.w.z. pezen of gewrichtsbanden) Eur. Hipp. 199; overdr..; ὁ σ. τῆς πόλεως de band die de stad bijeenhoudt Plat. Resp. 520a; gramm. ‘voegwoord', verbindingswoord (omvat meer dan onze gramm. categorie ‘voegwoord'). samenhang. Plat. Epin. 984c. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύνδεσμος:''' ὁ (Eur. pl. τὰ [[σύνδεσμα]])<br /><b class="num">1)</b> [[связь]], [[соединение]], [[скрепа]] (ἁφαὶ καὶ σύνδεσμοι NT): ἁμμάτων [[σύνδεσμα]] Eur. скрепляющие узлы, завязки;<br /><b class="num">2)</b> [[единство]] (τῆς πόλεως Plat.; τῆς τελειότητος NT);<br /><b class="num">3)</b> [[узы]], [[путы]] (ἀδικίας NT);<br /><b class="num">4)</b> лог. [[связность]], [[согласованность]]: ὁ [[λόγος]] εἷς οὐ συνδέσμῳ, ἀλλὰ τῷ ἑνὸς εἶναι Arst. речь, единая не в силу (внешней) связности, а в силу единства темы;<br /><b class="num">5)</b> [[узел волос]], [[прическа]]: ξύνδεσμα χρυσὸς εἶχε Eur. золотая диадема охватывала прическу;<br /><b class="num">6)</b> анат. [[связка]], [[сухожилие]] (μελέων [[σύνδεσμα]] Eur.);<br /><b class="num">7)</b> грам. [[союз]] Arst., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''σύνδεσμος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. [[σύνδεσμα]],<br /><b class="num">1.</b> [[μέσο]] σύνδεσης ή συνένωσης, [[αρμός]], [[δεσμός]], [[δεσμά]], σύσφιξη, σε Ευρ., Θουκ.· μεταφ., οι καλοί άνδρες καλούνταν ὁ [[ξύνδεσμος]] τῆς πόλεως, ο [[δεσμός]] που συνέχει την [[πολιτεία]], ο [[συνεκτικός]] της [[δεσμός]], ο [[δεσμός]] που εξασφαλίζει τη [[συνοχή]] της, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> στη Γραμματική, [[σύνδεσμος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''σύνδεσμος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. [[σύνδεσμα]],<br /><b class="num">1.</b> [[μέσο]] σύνδεσης ή συνένωσης, [[αρμός]], [[δεσμός]], [[δεσμά]], σύσφιξη, σε Ευρ., Θουκ.· μεταφ., οι καλοί άνδρες καλούνταν ὁ [[ξύνδεσμος]] τῆς πόλεως, ο [[δεσμός]] που συνέχει την [[πολιτεία]], ο [[συνεκτικός]] της [[δεσμός]], ο [[δεσμός]] που εξασφαλίζει τη [[συνοχή]] της, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> στη Γραμματική, [[σύνδεσμος]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύνδεσμος''': ὁ, ἑτερογεν. πληθ. σύνδεσμα Εὐρ. [[ἔνθα]] κατωτ.· ― ὁ [[ὁμοῦ]] συνδέων, [[μέσον]] συνδέσεως ἢ ἑνώσεως, [[δεσμός]], σύσφιγξις, σ. ἦν... τὰ ξύλα, τοῦ μὴ ἀσθενὲς [[εἶναι]] τὸ [[οἰκοδόμημα]] Θουκ. 2. 75· [[ἀραρότως]] ξύνδεσμα χρυσὸς εἶχε, τὸ χρυσοῦν [[διάδημα]] ἦτο στερεῶς προσηλωμένον, Εὐρ. Μήδ. 1193· ἁμμάτων σύνδεσμα, τῶν ἐνδυμάτων σύνδεσμοι, κόμβοι, κομβώματα, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 697· μελέων σύνδεσμα, οἱ τένοντες, δι’ ὧν τὰ ἄρθρα ἢ [[μέλη]] συνδέονται πρὸς ἄλληλα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 199, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Β, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 7, π. Ζ. Πορείας 13. 1· ἴδε Foës. Oecon. Hipp. 2) μεταφορ., δεσμὸς ἑνώσεως· οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες καλοῦνται ὁ ξ. τῆς πόλεως, ὁ δεσμὸς ὁ φυλάττων τὴν πόλιν ἡνωμένην, Πλάτ. Πολ. 520Α, πρβλ. Πολιτικ. 310Α· οὕτω, [[νόμος]] ὁ βοηθῶν... τῷ τῆς πόλεως συνδέσμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 921C· ξ. τοῦ οὐρανοῦ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 616C· σ. τὰ τέκνα δοκεῖ [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8, 12, 7. 3) ἐν τῇ γραμματικῇ, [[μόριον]] χρησιμεῦον εἰς σύνδεσιν λέξεων πρὸς ἀλλήλας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 5, 2· σ. ἓν ποιεῖ τὰ πολλὰ [[αὐτόθι]] 3. 12, 4, πρβλ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 23, 5, Ποιητ. 20, 6· πρβλ. [[ἀσύνδετος]] ΙΙ. ΙΙ. = [[σύνδεσις]] Ι, Πλάτ. Ἐπιν. 984C· συνδέσμῳ ἓν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 6, 2. ΙΙΙ. [[ἕνωσις]]· τὸ [[ὁμοῦ]] συνδεδεμένον, [[δέμα]], [[δεμάτιον]], Ἡρῳδιαν. 4. 12. IV. ὡς ἀστρονομικὸς ὅρος (1) = τῷ Λατ. nodus, Γεμῖνος ἐν Εἰσαγωγῇ εἰς τὰ Φαινόμενα 69A. (2) = [[συναφή]], Κλεομήδης 2, 5, σελ. 138 Bake. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |