Anonymous

σωτηρία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> salut, préservation <i>ou</i> conservation des personnes ; <i>en parl. de choses</i> préservation <i>ou</i> conservation ; <i>particul.</i> heureux retour;<br /><b>2</b> moyen de salut;<br /><b>3</b> sécurité.<br />'''Étymologie:''' [[σωτήρ]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> salut, préservation <i>ou</i> conservation des personnes ; <i>en parl. de choses</i> préservation <i>ou</i> conservation ; <i>particul.</i> heureux retour;<br /><b>2</b> moyen de salut;<br /><b>3</b> sécurité.<br />'''Étymologie:''' [[σωτήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σωτηρία''': Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. salus, φυλάσσετε τὴν [[σχεδίην]] πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι Ἡρόδ. 4. 98, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· σωτηρίην ὑποτιθέναι τινί, μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 98, 7. 172· σωτ. τινὶ διδόναι, κατεργάσασθαι, φέρειν Εὐρ. Ι. Α. 1473, Ἡρακλ. 1045, Τρῳ. 748. κλπ.· ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 647Β, Πρωτ. 821Β, Θουκ. 6. 83· σωτηρίαν ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1080, Εὐρ. Ὀρ. 1178, κλπ.· ζητεῖν Ἰσοκρ. 60Β εὑρίσκεσθαι Αἰσχίν. 72. 40· [[ὡσαύτως]], σωτηρίας τυγχάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 508, Χο. 203, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., τῶν [[πόλεων]] σωτηρίαι Πλάτ. Πρωτ. 3543, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 2, 6. 2) [[μέσον]] [[τρόπος]] σωτηρίας, (= μηχανὴ σωτηρίας Αἰσχύλ. Θήβ. 2. 9), ἔστι τίς σωτ.; ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 735· ἔχεις... τίνα σωτ.; Εὐρ. Ὀρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 12· εἰς σωτ. [[ἄλλην]] καταφυγεῖν Ἀντιφῶν 119. 25. πρβλ. Θουκ. 3. 20 3) ἀσφαλὴς [[ἐπάνοδος]], ἡ ἐς τὴν πατρίδα σ. ὁ αὐτ. 6. 70· ἡ [[οἴκαδε]] [[σωτηρία]] Δημ. 1211. 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 241Ε· ἡ σ. γίγνεταί τινι [[δεῦρο]] Δημ. 1304. 20· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], [[νόστιμος]] σ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 797, Ἀγ. 344, 1238. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ διατηρεῖν ἢ διατηρῆσαι, τὸ διαφυλάττειν, τινός, πράγματός τινος, Ἡρόδ. 4. 98, Αἰσχύλ. Εὐμ. 909, Πλάτ., κλπ. ― [[διατήρησις]], τῶν ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 4· τῶν νόμων Πλάτ. Πολ. 425Ε· τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 1, 4, Μετεωρ. 2. 2, 10. 2) [[ἀσφάλεια]], [[ἐγγύησις]] περὶ ἀσφαλείας, σωτ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων, [[ἐγγύησις]] περὶ τῆς ἀσφαλοῦς διαφυλάξεως..., παρὰ Δημ. 927. 8· σωτηρίας [[ἕνεκα]] τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων, [[χάριν]] τῆς προσωπικῆς αὐτῶν ἀσφαλείας, Πλάτ. Νόμ. 908Α· ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 909Α· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι διαφυλάξεως αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1. 3) [[ἀσφάλεια]], ἐξασφάλισις, τοῦ κοινοῦ Θουκ. 2. 60· τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ἀσφάλεια]] [[ἐναντίον]] τινός, ἀπορίας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12.
|elnltext=σωτηρία -ας, ἡ [σωτήρ] (lijfs)behoud, redding:; ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ’ ἔρχομαι ik kom om de Grieken redding te brengen Eur. IA 1472; ook van zaken. ἐάν... θεὸς αὐτοῖς διδῷ σωτηρίαν τῶν νόμων als de god hun behoud van hun wetten schenkt Plat. Resp. 425e. reddingswijze, reddingsmiddel, manier om te ontkomen, veilige terugkeer:. ἔστι τις σωτηρία; is er nog hoop op redding? Aeschl. Pers. 735; οὐδὲ ἄλλη σ. ἐφαίνετο er leek geen andere uitweg te zijn Thuc. 3.20.1; περὶ τῆς ἐς τὴν πατρίδα σωτηρίας gericht op de ontsnapping naar hun vaderland Thuc. 7.70.7. christ. verlossing.
}}
{{elru
|elrutext='''σωτηρία:''' ион. [[σωτηρίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[спасение]], [[избавление]] (σωτηρίαν τινὶ [[διδόναι]] Eur., ἐκπορίζεσθαι Thuc., ἀπεργάζεσθαι и πορίζειν Plat.): ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ Plat. ради спасения жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[средство к спасению]], [[способ избавления]] Aesch., Arph.: ἔχεις τινὰ σωτηρίαν; Eur. знаешь ли ты, как спастись?;<br /><b class="num">3)</b> [[безопасность]] или [[сохранность]], [[целость]] (τῶν [[πόλεων]] σωτηρίαι Plat.): σωτηρίαν ἔχειν Soph. быть в безопасности;<br /><b class="num">4)</b> [[обеспечение безопасности]], [[охрана]] (ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Arst.): σωτηρίας [[ἕνεκα]] τῶν σωμάτων Plat. для обеспечения личной безопасности;<br /><b class="num">5)</b> юр. [[обеспечение]], [[гарантия]] (τῶν ὑποκειμένων Dem.);<br /><b class="num">6)</b> [[благополучное возвращение]] (ἐς τὴν πατρίδα Thuc.; [[οἴκαδε]] Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[благо]], [[счастье]]: ἡ τοῦ κοινοῦ σ. Thuc. общественное благо.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σωτηρία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σωτηρία]], [[λύτρωση]], [[λυτρωμός]], [[απαλλαγή]], [[διαφύλαξη]], [[εξασφάλιση]], Λατ. [[salus]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>σωτηρίαν τινὶ διδόναι</i>, φέρειν, σε Ευρ.· <i>σωτηρίαν ἔχειν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ή [[τρόπος]] σωτηρίας, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ασφαλής]] και ευτυχισμένη [[επιστροφή]], [[επάνοδος]], ἡ ἐς τὴν [[πατρίδα]] [[σωτηρία]], σε Θουκ.· ἡ [[οἴκαδε]] [[σωτηρία]], σε Δημ.· επίσης, [[νόστιμος]] [[σωτηρία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, το να διατηρεί ή να έχει διατηρήσει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να διαφυλάσσει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[διατήρηση]] ή [[διαφύλαξη]]· <i>τινός</i>, κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]] για [[ασφάλεια]]· [[σωτηρία]] [[ἔστω]] τινός, ας υπάρξει [[εγγύηση]] για την ασφαλή [[φύλαξη]] ενός πράγματος, [[παρά]] Δημ.· <i>σωτηρίαι τῆς πολιτείας</i>, τρόποι για τη [[διαφύλαξη]] του πολιτεύματος, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> [[ασφάλεια]], διασφάλιση, [[εξασφάλιση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''σωτηρία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σωτηρία]], [[λύτρωση]], [[λυτρωμός]], [[απαλλαγή]], [[διαφύλαξη]], [[εξασφάλιση]], Λατ. [[salus]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>σωτηρίαν τινὶ διδόναι</i>, φέρειν, σε Ευρ.· <i>σωτηρίαν ἔχειν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ή [[τρόπος]] σωτηρίας, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ασφαλής]] και ευτυχισμένη [[επιστροφή]], [[επάνοδος]], ἡ ἐς τὴν [[πατρίδα]] [[σωτηρία]], σε Θουκ.· ἡ [[οἴκαδε]] [[σωτηρία]], σε Δημ.· επίσης, [[νόστιμος]] [[σωτηρία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, το να διατηρεί ή να έχει διατηρήσει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να διαφυλάσσει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[διατήρηση]] ή [[διαφύλαξη]]· <i>τινός</i>, κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]] για [[ασφάλεια]]· [[σωτηρία]] [[ἔστω]] τινός, ας υπάρξει [[εγγύηση]] για την ασφαλή [[φύλαξη]] ενός πράγματος, [[παρά]] Δημ.· <i>σωτηρίαι τῆς πολιτείας</i>, τρόποι για τη [[διαφύλαξη]] του πολιτεύματος, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> [[ασφάλεια]], διασφάλιση, [[εξασφάλιση]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σωτηρία:''' ион. [[σωτηρίη]] <br /><b class="num">1)</b> [[спасение]], [[избавление]] (σωτηρίαν τινὶ [[διδόναι]] Eur., ἐκπορίζεσθαι Thuc., ἀπεργάζεσθαι и πορίζειν Plat.): ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ Plat. ради спасения жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[средство к спасению]], [[способ избавления]] Aesch., Arph.: ἔχεις τινὰ σωτηρίαν; Eur. знаешь ли ты, как спастись?;<br /><b class="num">3)</b> [[безопасность]] или [[сохранность]], [[целость]] (τῶν [[πόλεων]] σωτηρίαι Plat.): σωτηρίαν ἔχειν Soph. быть в безопасности;<br /><b class="num">4)</b> [[обеспечение безопасности]], [[охрана]] (ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Arst.): σωτηρίας [[ἕνεκα]] τῶν σωμάτων Plat. для обеспечения личной безопасности;<br /><b class="num">5)</b> юр. [[обеспечение]], [[гарантия]] (τῶν ὑποκειμένων Dem.);<br /><b class="num">6)</b> [[благополучное возвращение]] (ἐς τὴν πατρίδα Thuc.; [[οἴκαδε]] Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[благо]], [[счастье]]: ἡ τοῦ κοινοῦ σ. Thuc. общественное благо.
|lstext='''σωτηρία''': Ἰωνικ. -ίη, , ὡς καὶ νῦν, Λατ. salus, φυλάσσετε τὴν [[σχεδίην]] πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι Ἡρόδ. 4. 98, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· σωτηρίην ὑποτιθέναι τινί, μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 98, 7. 172· σωτ. τινὶ διδόναι, κατεργάσασθαι, φέρειν Εὐρ. Ι. Α. 1473, Ἡρακλ. 1045, Τρῳ. 748. κλπ.· ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 647Β, Πρωτ. 821Β, Θουκ. 6. 83· σωτηρίαν ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1080, Εὐρ. Ὀρ. 1178, κλπ.· ζητεῖν Ἰσοκρ. 60Β εὑρίσκεσθαι Αἰσχίν. 72. 40· [[ὡσαύτως]], σωτηρίας τυγχάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 508, Χο. 203, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., τῶν [[πόλεων]] σωτηρίαι Πλάτ. Πρωτ. 3543, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 2, 6. 2) [[μέσον]] [[τρόπος]] σωτηρίας, (= μηχανὴ σωτηρίας Αἰσχύλ. Θήβ. 2. 9), ἔστι τίς σωτ.; ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 735· ἔχεις... τίνα σωτ.; Εὐρ. Ὀρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 12· εἰς σωτ. [[ἄλλην]] καταφυγεῖν Ἀντιφῶν 119. 25. πρβλ. Θουκ. 3. 20 3) ἀσφαλὴς [[ἐπάνοδος]], ἡ ἐς τὴν πατρίδα σ. ὁ αὐτ. 6. 70· ἡ [[οἴκαδε]] [[σωτηρία]] Δημ. 1211. 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 241Ε· ἡ σ. γίγνεταί τινι [[δεῦρο]] Δημ. 1304. 20· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], [[νόστιμος]] σ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 797, Ἀγ. 344, 1238. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ διατηρεῖν ἢ διατηρῆσαι, τὸ διαφυλάττειν, τινός, πράγματός τινος, Ἡρόδ. 4. 98, Αἰσχύλ. Εὐμ. 909, Πλάτ., κλπ. [[διατήρησις]], τῶν ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 4· τῶν νόμων Πλάτ. Πολ. 425Ε· τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 1, 4, Μετεωρ. 2. 2, 10. 2) [[ἀσφάλεια]], [[ἐγγύησις]] περὶ ἀσφαλείας, σωτ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων, [[ἐγγύησις]] περὶ τῆς ἀσφαλοῦς διαφυλάξεως..., παρὰ Δημ. 927. 8· σωτηρίας [[ἕνεκα]] τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων, [[χάριν]] τῆς προσωπικῆς αὐτῶν ἀσφαλείας, Πλάτ. Νόμ. 908Α· ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 909Α· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι διαφυλάξεως αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1. 3) [[ἀσφάλεια]], ἐξασφάλισις, τοῦ κοινοῦ Θουκ. 2. 60· τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ἀσφάλεια]] [[ἐναντίον]] τινός, ἀπορίας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=σωτηρία -ας, [σωτήρ] (lijfs)behoud, redding:; ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ’ ἔρχομαι ik kom om de Grieken redding te brengen Eur. IA 1472; ook van zaken. ἐάν... θεὸς αὐτοῖς διδῷ σωτηρίαν τῶν νόμων als de god hun behoud van hun wetten schenkt Plat. Resp. 425e. reddingswijze, reddingsmiddel, manier om te ontkomen, veilige terugkeer:. ἔστι τις σωτηρία; is er nog hoop op redding? Aeschl. Pers. 735; οὐδὲ ἄλλη σ. ἐφαίνετο er leek geen andere uitweg te zijn Thuc. 3.20.1; περὶ τῆς ἐς τὴν πατρίδα σωτηρίας gericht op de ontsnapping naar hun vaderland Thuc. 7.70.7. christ. verlossing.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj