3,277,020
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> corps ; <i>p. opp. à l'âme</i> [[ψυχή]] ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> corps mort, cadavre (<i>en parl. d'un corps vivant</i> [[δέμας]]);<br /><b>2</b> <i>postér.</i> corps vivant : τὸ [[σῶμα]] σῴζειν THC, διασῴζειν XÉN sauver sa vie ; περὶ [[τοῦ]] σώματος κινδυνεύειν ISOCR exposer sa vie ; être animé, homme <i>ou</i> animal : τὸ σὸν [[σῶμα]] EUR ta personne, <i>càd</i> toi ; [[σῶμα]] ἀνικάτου θηρός SOPH le corps du monstre invincible, pour le monstre invincible, <i>càd</i> Cerbère ; τὰ πολλὰ σώματα SOPH <i>c.</i> [[οἱ]] πολλοί la plupart ; δοῦλα καὶ ἐλεύθερα σώματα XÉN êtres esclaves et libres ; <i>particul. avec idée de dédain</i> σώματα οἰκετικά ESCHN serviteurs;<br /><b>3</b> matière, objet tangible, <i>p. opp. à ce qui est insaisissable (comme un souffle, une ombre, etc.)</i> ; le point capital, le fondement : τῆς πίστεως ARSTT le corps de la preuve;<br /><b>II.</b> partie du corps, organe <i>avec l'indication de l'organe dont on veut parler</i>.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; pê p. *σκῶμα, de la R. Σκυ couvrir, envelopper. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> corps ; <i>p. opp. à l'âme</i> [[ψυχή]] ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> corps mort, cadavre (<i>en parl. d'un corps vivant</i> [[δέμας]]);<br /><b>2</b> <i>postér.</i> corps vivant : τὸ [[σῶμα]] σῴζειν THC, διασῴζειν XÉN sauver sa vie ; περὶ [[τοῦ]] σώματος κινδυνεύειν ISOCR exposer sa vie ; être animé, homme <i>ou</i> animal : τὸ σὸν [[σῶμα]] EUR ta personne, <i>càd</i> toi ; [[σῶμα]] ἀνικάτου θηρός SOPH le corps du monstre invincible, pour le monstre invincible, <i>càd</i> Cerbère ; τὰ πολλὰ σώματα SOPH <i>c.</i> [[οἱ]] πολλοί la plupart ; δοῦλα καὶ ἐλεύθερα σώματα XÉN êtres esclaves et libres ; <i>particul. avec idée de dédain</i> σώματα οἰκετικά ESCHN serviteurs;<br /><b>3</b> matière, objet tangible, <i>p. opp. à ce qui est insaisissable (comme un souffle, une ombre, etc.)</i> ; le point capital, le fondement : τῆς πίστεως ARSTT le corps de la preuve;<br /><b>II.</b> partie du corps, organe <i>avec l'indication de l'organe dont on veut parler</i>.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; pê p. *σκῶμα, de la R. Σκυ couvrir, envelopper. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σῶμα, -ατος, τό dood lichaam, lijk (bij Hom. steeds in deze bet. ); zelden na Hom.:; σώματα ὅλα καταγίζων lijken in hun geheel verbrandend Hdt. 7.167; τὸ σῶμα τοῦ τεθνεῶτος het lichaam van de dode Plat. Resp. 469d; kadaver:. λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας een leeuw is blij als hij stuit op een groot kadaver Il. 3.23. lichaam, lijf:; τὰ οὐνόματα σφι ἐόντα ὅμοια τοῖσι σώμασι hun namen die in overeenstemming zijn met hun lichamen Hdt. 1.139; overdr. leven:. ἀγαπῶντες ὅτι τὰ σώματα διεσωσάμεθα blij dat wij het vege lijf gered hebben Xen. An. 5.5.13. persoon:; σῴζει τὰ πολλὰ σώματα ἡ πειθαρχία gehoorzaamheid aan de leiding redt de meeste personen (van de stad) Soph. Ant. 676; μηδέ... περὶ πολλῶν σωμάτων... βουλεύσωμεν laten we niet over vele personen beslissen Thuc. 1.85.1; als omschrijving:; ἀνθρώπου σῶμα een menselijk individu Hdt. 1.32.8; σῶμα θηρός het beest (Cerberus) Soph. OC 1568; jur. als rechtspersoon civiele status, bestaan:. μέρος ἠτιμῶσθαι τοῦ σώματος dat hij een deel van zijn burgerstatus kwijt is (nl. iem. die drie maal iets onwettigs heeft voorgesteld) Dem. 51.12. lichaam (als substantie):; τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα ons lichaam is voor ons een graf Plat. Grg. 493a; christ..; τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου dit is mijn lichaam (bij eucharistie) NT Mt. 26.26; overdr.. οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ wij zijn allen tezamen één lichaam in Christus NT Rom. 12.5. lichaam, massa:; ὑπὸ δε σώματι γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος ἔσται onder hun lichaam zal een onmetelijke rijkdom van aarde zijn Aeschl. Sept. 949; τὸ σῶμα τοῦ κόσμου de wereldmassa Plat. Tim. 32c; hoofdbestanddeel, kern:. ὅπερ ἐστὶ σῶμα τῆς πίστεως wat de kern van de bewijsvoering is Aristot. Rh. 1354a15. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῶμα:''' ᾰτος τό (Pind. dat. pl. σωμάτεσσι)<br /><b class="num">1)</b> (мертвое), [[тело]], [[труп]], Hom., Hes., Her., Pind.: σ. σποδοῦ Soph. сожженный труп;<br /><b class="num">2)</b> [[живое тело]] Hes., Pind., Her.: αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδοναί Plat. плотские наслаждения; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα Aeschin. телесные наказания;<br /><b class="num">3)</b> [[человек]] (δόμοι καὶ σώματα Aesch.; σώματα καὶ χρήματα Thuc.): καὶ χρήματα καὶ τὰ ἑαυτῶν σώματα Xen. (их) имущество и они сами;<br /><b class="num">4)</b> [[жизнь]]: τὸ σ. (δια)σώζειν или (δια)σώζεσθαι Thuc., Isocr., Xen., Dem. спасать свою жизнь; τῶν σωμάτων στερηθῆναι Xen. лишиться жизни; περὶ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι Lys. бороться за свою жизнь;<br /><b class="num">5)</b> (описательно, без перевода): τὸ σὸν σ. Eur. = σύ; τὰ πολλὰ σώματα Soph. = οἱ [[πολλοί]]; σ. ἀνικάτου του [[θηρός]] Soph. = ὁ [[ἀνίκατος]] [[θήρ]]; δοῦλα καὶ ἐλεύθερα σώματα Xen. = δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι;<br /><b class="num">6)</b> [[раб]] Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> [[основа]], [[сущность]] (τῆς πίστεως Arst.);<br /><b class="num">8)</b> физ., мат. тело: μεγέθους τὸ ἐπὶ [[τρία]] σ. (ἐστιν) Arst. то, что имеет три измерения, есть тело;<br /><b class="num">9)</b> [[совокупность]], [[масса]], [[система]] (τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">10)</b> анат. [[орган]], [[аппарат]]: τὸ σ. τῶν νεφρῶν Arst. почки. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 40: | Line 43: | ||
|lsmtext='''σῶμα:''' -ατος, τό (αμφίβ. προέλ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρώπινο [[σώμα]]· στον Όμηρ. σημαίνει [[πάντοτε]] νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], [[σορός]] ανθρώπου, [[λείψανο]], ενώ το ζωντανό [[σώμα]] ονομάζεται [[δέμας]].<br /><b class="num">2.</b> ζωντανό [[σώμα]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ [[σῶμα]] σῴζειν ή <i>σῴζεσθαι</i>, [[σώζω]] τη [[ζωή]] μου, σε Δημ., Θουκ.· ἔχειν τὸ [[σῶμα]] [[κακῶς]], <i>ὡς βέλτιστα</i>, [[πάσχω]] ως προς το [[σώμα]], είμαι σε άριστη σωματική [[κατάσταση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[σώμα]], αντίθ. προς την [[ψυχή]] ([[ψυχή]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὰ τοῦ σώματος ἔργα</i>, σωματικοί μόχθοι, σε Ξεν.· τὰ εἰς τὸ [[σῶμα]] τιμήματα, σωματικές ποινές, τιμωρίες, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> περιφρ., ἀνθρώπου [[σῶμα]] = [[ἄνθρωπος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] στους Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ [[θήρ]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συχνά]], λέγεται για δούλους, <i>σώματα αἰχμάλωτα</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[σώμα]], [[κάθε]] υλική ή σωματική [[ουσία]] ή [[υπόσταση]], [[πράγμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> το όλο [[σώμα]] ή το [[σύνολο]] κάποιου πράγματος· <i>ὑπὸσώματι γῆς</i>, σε Αισχύλ.· τὸ [[σῶμα]] τῆς πίστεως, το [[σώμα]] της απόδειξης, δηλ. αποδείξεις, επιχειρήματα, σε Αριστ. | |lsmtext='''σῶμα:''' -ατος, τό (αμφίβ. προέλ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρώπινο [[σώμα]]· στον Όμηρ. σημαίνει [[πάντοτε]] νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]], [[σορός]] ανθρώπου, [[λείψανο]], ενώ το ζωντανό [[σώμα]] ονομάζεται [[δέμας]].<br /><b class="num">2.</b> ζωντανό [[σώμα]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ [[σῶμα]] σῴζειν ή <i>σῴζεσθαι</i>, [[σώζω]] τη [[ζωή]] μου, σε Δημ., Θουκ.· ἔχειν τὸ [[σῶμα]] [[κακῶς]], <i>ὡς βέλτιστα</i>, [[πάσχω]] ως προς το [[σώμα]], είμαι σε άριστη σωματική [[κατάσταση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[σώμα]], αντίθ. προς την [[ψυχή]] ([[ψυχή]]), σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὰ τοῦ σώματος ἔργα</i>, σωματικοί μόχθοι, σε Ξεν.· τὰ εἰς τὸ [[σῶμα]] τιμήματα, σωματικές ποινές, τιμωρίες, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> περιφρ., ἀνθρώπου [[σῶμα]] = [[ἄνθρωπος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] στους Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ [[θήρ]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συχνά]], λέγεται για δούλους, <i>σώματα αἰχμάλωτα</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[σώμα]], [[κάθε]] υλική ή σωματική [[ουσία]] ή [[υπόσταση]], [[πράγμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> το όλο [[σώμα]] ή το [[σύνολο]] κάποιου πράγματος· <i>ὑπὸσώματι γῆς</i>, σε Αισχύλ.· τὸ [[σῶμα]] τῆς πίστεως, το [[σώμα]] της απόδειξης, δηλ. αποδείξεις, επιχειρήματα, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῶμα''': τό, τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρ., ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀρίσταρχος (ἴδε Ἀπολλ. Λεξ.), ἀείποτε τὸ νεκρὸν [[σῶμα]], τὸ [[πτῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου ἐν ᾧ τὸ ζῶν [[σῶμα]] καλεῖται [[δέμας]] ― (οῦ ο ἀντίκειται πρὸς τὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως ἐκ τοῦ [[σάος]], σῶς), [[ὥστε]] [[λέων]] ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Ἰλ. Γ. 23 ([[ἔνθα]] ἴδε Heyn.), πρβλ. Σ. 161· [[σῶμα]] δὲ [[οἴκαδε]] ἐμὸν [[δόμεναι]] [[πάλιν]] Ζ. 79, Χ. 342· σὲ κατελείπομεν ἄθαπτον Ὀδ. Λ. 53· ὧν σώματ’ ἀκηδέα κεῖται Ω 187· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426, Σιμωνίδ. 120, Ἡροδ. 7 167, Πινδ. καὶ Ἀττ.· μέγιστον σ. σποδοῦ = σ. μέγιστον ὃ νῦν [[σποδός]] ἐστι, Σοφ. Ἠλ. 758. 2) τὸ ζῶν [[σῶμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538, Βατραχομυομ. 44, Θεογν. 650, Πίνδ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· δόμοι καὶ σώματα Αἰσχύλ. Θήβ. 890 [[γενναῖος]] τῷ σ. Σοφ. Φιλ. 51· [[εὔρωστος]] τὸ σ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6· τὸ σ. σώζειν ἢ -εσθαι τὴν ζωήν, Δημ. 610 6, Θουκ. 1. 136· διασώζειν ἢ -εσθαι Ἰσοκρ. 125, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5. 13 περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Θουκ. 1 85· περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι, περὶ τῆς ζωῆς, Λυσί. 102 35 (ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, ὁ αὐτ. 167. 16, τοῦ σ. στερεῖσθαι Ἀντιφῶν 117. 19· τὸ [[σῶμα]] κακῶς ἔχοντα, πάσχοντα κατὰ τὸ [[σῶμα]], Ξεν. Ἀπομν. 3 12, 1 ὡς βέλτιστα τὸ [[σῶμα]] ἔχειν, ἐν ἀρίστῃ καταστάσει, [[αὐτόθι]] 5. 3) [[σῶμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] ([[εἴδωλον]]) Πινδ. Ἀποσπ. 96 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ψυχήν, Πλάτ. Γοργ. 493Α, Φαίδων 91C· τὰ τοῦ σ. ἔργα, τὰ σωματικὰ ἔργα, οἱ μόχθοι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 2· αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ. (πρβλ. σωματικὸς) ὁ αὐτ. 1. 5, 6. Πλάτ. Πολ. 328D· τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα, αἱ σωματικαὶ ποιναί, Αἰσχίν. 46 31. 4) ζωϊκὸν [[σῶμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τῶν φυτῶν, Πλάτ. Πολ. 564Α. ΙΙ. περιφρ., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδὲν [[ἄνθρωπος]] οὐδὲ εἷς, Ἡρόδ. 1. 32· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ θήρ, Σοφ. Ο. Κ. 1568· τεκέων σώματα = τέκνα, Εὐρ. Τρῳ. 202· τὸ σὸν σ. = σὺ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 301· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῶ ἐπὶ πολλῶν προσώπων, [[σῶμα]] τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1108, πρβλ. Ἱκέτ. 62· ― ἀκολούθως ἀπολ., [[ἄνθρωπος]], τέτρασι δ’ [[ἔμπετες]] σωμάτεσσι Πινδ. Π. 8. 118 τὰ πολλὰ σ. οἱ πολλοί, Σοφ. Ἀντ. 676 λευκὰ γήρᾳ σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909· σ. ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 223, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 908Α, Ξεν., κλπ.· τὰ φίλτατα σ., ἐπὶ τέκνων, Αἰσχίν. 64. 42· ― συχν. ἐπὶ δούλων, σ. αἰχμάλωτα Δημ. 480 10, Πλούτ., κλπ.· σ. οἰκετικά, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 19· δοῦλα Πολυδ. Γ΄, 78· ἀντίθετον τῷ ἐλεύθερα σ., Ξενοφ. Ἑλλην. 2 1, 19, Πολύβ. κλπ.· καὶ [[ὕστερον]] ἡ λέξ. [[σῶμα]] κεῖται ἀπολ., ἐπὶ δούλων, Πολύβ. 12. 16. 5, Ἁρποκρ.· σ. [[γυναικεῖον]], ᾆ [[ὄνομα]]... Ἐπιγραφ. Δελφ. 2, κλπ.· τὴν χρῆσιν ταύτην δὲν ἐγκρίνει ὁ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φρύν. 378. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[σῶμα]], σωματικὴ ἢ ὑλικὴ [[οὐσία]], [[πρᾶγμα]], σ. ἔμψυχον καὶ ἄψυχον Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Πολιτικ. 288D, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 9, κ. ἀλλ.· ὁ [[λίθος]] σ. ἐστιν Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 25 φασὶν οἱ μὲν [[σῶμα]] [[εἶναι]] τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 215. IV. τὸ ὅλον πράγματός τινος, [[μάλιστα]] ἐπὶ ὁλοκλήρων μερῶν τοῦ σώματος, τὸ σ. τῶν νεφρῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 15 τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 43 σ. παιδοποιὸν Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 42· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], τὸ ὅλον [[σῶμα]], τὸ ὅλον πράγματός τινος, ὑπὸ σώματι γᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 950· τὸ [[σῶμα]] τοῦ κόσμου, τοῦ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 31Β, 32C [[ὕδωρ]], ποταμοῦ [[σῶμα]] Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 43C, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 266 ― τὸ σ. τῆς πίστεως, τὸ [[σῶμα]] τῆς ἀποδείξεως, δηλ. ἀποδείξεις, ἐπιχειρήματα, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 3· τῆς λέξεως Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 560· - ἐπὶ τοῦ συνόλου συγγραμάτων, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 1, 4, πρβλ. Εὐστ. 170. 23, κλπ. 2) παρὰ τοῖς Μαθημ. [[σχῆμα]] τριῶν διαστάσεων, στερεόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἐπιφάνειαν, κλπ., Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 2, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |