3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être plein à craquer;<br /><b>2</b> être dans toute sa force;<br /><b>2</b> désirer ardemment de, inf..<br />'''Étymologie:''' forme parallèle de [[σπαργάω]], cf. <i>lat.</i> turgeo. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être plein à craquer;<br /><b>2</b> être dans toute sa force;<br /><b>2</b> désirer ardemment de, inf..<br />'''Étymologie:''' forme parallèle de [[σπαργάω]], cf. <i>lat.</i> turgeo. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σφρῐγάω [[vol zitten]], [[weldoorvoed zijn]]:; σφριγῶντι σώματι door een lichaam vol van kracht Eur. Andr. 196; ὡς δὲ σφριγᾷ τὸ σῶμά σου wat zit jij goed in je vlees Aristoph. Lys. 80; van planten:; σφριγῶντα νέοις κλωσίν vol zittend met jonge loten [Luc.] 49.12; overdr.. σφριγῶντα θυμόν opzwellend gemoed Aeschl. PV 380; μή... σφριγῶντ’ ἀμείψῃ μῦθον geef niet een gezwollen verhaal als antwoord Eur. Suppl. 478. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφρῐγάω:''' ([[только]] praes.)<br /><b class="num">1)</b> досл. [[быть набухшим]], [[пышным]], перен. [[быть крепким]], [[цветущим]] (εὐσωματεῖν καὶ σ. Arph.): σφριγῶν [[σῶμα]] Eur., Arph., Plat. [[свежее тело]], [[расцвет физических сил]]; σφριγῶντα νέοις κλωσὶν (δένδρα) Luc. [[деревья]], [[цветущие молодыми побегами]];<br /><b class="num">2)</b> [[быть раздраженным]] (σφριγῶν [[θυμός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[быть заносчивым]], [[гордым]], [[резким]] (σφριγῶν [[μῦθος]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|mltxt=[[σφριγῶ]], [[σφριγάω]], ΝΜΑ<br /> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], σφίζω από [[υγεία]] και σωματική [[δύναμη]], [[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]], [[ζωηρός]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> (για [[λόγια]] [[αλλά]] και για δραστηριότητες) [[είμαι]] [[σφοδρός]] (α. «σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]]» — μαίνεται ο [[πόλεμος]], Θεοφύλ.<br /> β. «σφριγῶν μῡθος» — [[έντονος]] [[λόγος]], <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ([[ιδίως]] για τους γυναικείους μαστούς) [[είμαι]] πρησμένος από την [[αφθονία]] γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.<br /> β. «σφριγᾷ [[στῆθος]]», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από θυμό, από [[οργή]] ή από [[έπαρση]] («σφριγῶντα θυμόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> β) κατέχομαι από σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («τοῦ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν [[σάρκα]]», Κλήμ. Αλ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>reig</i>- «[[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[περήφανος]]» και συνδέεται με τα: νορβ. <i>sprikja</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» και σουηδ. διαλ. <i>sprika</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]»]. | |mltxt=[[σφριγῶ]], [[σφριγάω]], ΝΜΑ<br /> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], σφίζω από [[υγεία]] και σωματική [[δύναμη]], [[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]], [[ζωηρός]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> (για [[λόγια]] [[αλλά]] και για δραστηριότητες) [[είμαι]] [[σφοδρός]] (α. «σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]]» — μαίνεται ο [[πόλεμος]], Θεοφύλ.<br /> β. «σφριγῶν μῡθος» — [[έντονος]] [[λόγος]], <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ([[ιδίως]] για τους γυναικείους μαστούς) [[είμαι]] πρησμένος από την [[αφθονία]] γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.<br /> β. «σφριγᾷ [[στῆθος]]», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από θυμό, από [[οργή]] ή από [[έπαρση]] («σφριγῶντα θυμόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> β) κατέχομαι από σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («τοῦ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν [[σάρκα]]», Κλήμ. Αλ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>reig</i>- «[[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[περήφανος]]» και συνδέεται με τα: νορβ. <i>sprikja</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» και σουηδ. διαλ. <i>sprika</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σφρῐγάω''': [ἴδε ἐν τέλ.], εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους, [[γέμω]] ζωτικῶν χυμῶν, σπαργῶ, [[ἀκμάζω]], Λατ. turgere, turgescere, [[μάλιστα]] (ὡς τὸ [[κυδωνιάω]]) ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, Ἱππ. 618. 47., 684. 13 μαζοὺς σφριγόωντας Χριστοδ. Ἔκφρ. 105, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 250· ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], ἐπὶ νεανιῶν καὶ νεανίδων, ἐπὶ ἵππων [[καλῶς]] τεθραμμένων, κτλ., εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ζωηρός]], ἐν πλήρει ὑγείᾳ καὶ ἀκμῇ, [[ἰσχυρός]], Λατιν. vigere, νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι Εὐρ. Ἀνδρ. 196· εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ἀριστοφάν. Νεφ. 799· σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Λυσί. 80 τὰ σώματα σφριγῶντες Πλάτ. Νόμ. 840Β· ἥβῃ σφριγῶντες Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 414D - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἡμίονος]] σφριγῶσα Εὐστ. 1322. 34· βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Ἡλιόδ. 3. 1· - ἐπὶ δένδρων, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν, ζωηρῶς θάλλοντα, πλήρη ζωῆς, ἀκμάζοντα, Λουκ. Ἔρωτ. 12, πρβλ. Δίωνα Χρυσ. 113D· οὕτω, εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σφρ. Φίλων 1. 14. 3) μεταφορ., ἐπὶ λέξεων καὶ ἐνεργειῶν. (ἴδε ἐν λ. [[σφυδάω]]), σφριγῶν [[μῦθος]], [[ζωηρός]], σφοδρὸς [[λόγος]], Εὐρ. Ἱκ. 478· σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]], μαίνεται, Θεοφυλ. 4) εἶμαι [[πλήρης]] ἐπιθυμίας, εὑρίσκομαι εἰς ὑπερβολικὸν ἐρεθισμὸν ἐπιθυμίας, Ὀππ. Κυν. 3. 368· μὴ σφριγᾶν περὶ τὰ [[Ἀφροδίσια]] Κλήμ. Ἀλ. 850 τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Κωμ. Ἀνών. 205· - μετ’ ἀπαρ., Αἰλ. π. Ζ. 14. 5. - Περὶ τῆς λέξεως ἴδε Ruhnk Tim. - Τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι [[εἶναι]] [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ ἐνεστ. ([[σφριγάω]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[σπαργάω]], [[ἴσως]] δὲ συγγενὲς τῷ [[σφαραγέομαι]], [[σφάραγος]] ὃ ἴδε· περὶ δὲ τῆς μεταβολῆς τοῦ π εἰς φ ἴδε ἐν λ. [[σφαδάζω]]). [Παρ’ Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ σφρῑγᾷ προτείνουσι τὴν γραφὴν σφρῐγάᾳ]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |