Anonymous

σύμβολον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> signe de reconnaissance :<br /><b>1</b> <i>primit.</i> un objet coupé en deux, dont deux hôtes conservaient chacun une moitié ; ces deux parties rapprochées servaient à faire reconnaître les porteurs et à prouver les relations d'hospitalité contractées antérieurement;<br /><b>2</b> objet au moyen duquel les parents reconnaissent plus tard les enfants qu’ils ont jadis exposés;<br /><b>3</b> jetons que les juges à Athènes recevaient en entrant au tribunal et contre lequel leur solde leur était payée;<br /><b>4</b> signal;<br /><b>5</b> signe, indice;<br /><b>II.</b> <i>en gén.</i><br /><b>1</b> tout ce qui sert de signe de reconnaissance (cachet, monnaie, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> insigne;<br /><b>III.</b> tout signe sensible :<br /><b>1</b> emblème, symbole, <i>etc.</i><br /><b>2</b> style allégorique ; <i>particul.</i> préceptes allégoriques de Pythagore;<br /><b>3</b> présage, auspice;<br /><b>IV.</b> τὰ σύμβολα convention entre deux pays pour soumettre, chacun à ses tribunaux, les contestations commerciales survenus entre individus des deux nations.<br />'''Étymologie:''' [[συμβάλλω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> signe de reconnaissance :<br /><b>1</b> <i>primit.</i> un objet coupé en deux, dont deux hôtes conservaient chacun une moitié ; ces deux parties rapprochées servaient à faire reconnaître les porteurs et à prouver les relations d'hospitalité contractées antérieurement;<br /><b>2</b> objet au moyen duquel les parents reconnaissent plus tard les enfants qu’ils ont jadis exposés;<br /><b>3</b> jetons que les juges à Athènes recevaient en entrant au tribunal et contre lequel leur solde leur était payée;<br /><b>4</b> signal;<br /><b>5</b> signe, indice;<br /><b>II.</b> <i>en gén.</i><br /><b>1</b> tout ce qui sert de signe de reconnaissance (cachet, monnaie, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> insigne;<br /><b>III.</b> tout signe sensible :<br /><b>1</b> emblème, symbole, <i>etc.</i><br /><b>2</b> style allégorique ; <i>particul.</i> préceptes allégoriques de Pythagore;<br /><b>3</b> présage, auspice;<br /><b>IV.</b> τὰ σύμβολα convention entre deux pays pour soumettre, chacun à ses tribunaux, les contestations commerciales survenus entre individus des deux nations.<br />'''Étymologie:''' [[συμβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμβολον''': τό, ([[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2, γ) [[σημεῖον]] ἐξ οὗ τις γνωρίζει ἢ συμπεραίνει τι, [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ σ., τὸ [[σημεῖον]] τοῦ πυρσοῦ τοῦ κατὰ συνθήκην καιομένου, τὸ τῆς φρυκτωρίας [[σημεῖον]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 8˙ [[τέκμαρ]] τοιοῦτον ξ. τέ σοι [[λέγω]] [[αὐτόθι]] 315˙ σ. σαφὲς λύπης Σοφ. Φιλ. 403, πρβλ. Ο. Τ. 221, Εὐρ. Ὀρ. 1130, κτλ.˙ σ. ποιεῖσθαι τῆς σωτηρίας, ἐάν... Δημ. 191. 22˙ ― συχν. ἐν τῷ παθητ., σ. τινι τίθεσθαι Θέογν. 1146˙ εὑρεῖν Πινδ. Ο. 12. 10˙ ἐπὶ σημείων τοῦ σώματος, Εὐρ. Ἠλ. 577˙ ἐπὶ οἰωνῶν ἢ σημείων προφητικῶν, Ἀρχίλ. 41, Αἰσχύλ. Ἀγ. 144. 2) [[τεκμήριον]], [[σημεῖον]], [[γνώρισμα]], σ. νίκης Ἰσθμιάδος, ὁ ἐκ κισσοῦ [[στέφανος]], Καλλ. Ἀποσπ. 103˙ ἐπὶ σημαίας, Ἡρῳδιαν. 4. 7˙ ἐπὶ τῶν συμβόλων θεοτήτων, Διον. Ἁλ. 8. 38˙ τῆς βασιλείας Πλουτ. Κίμ. καὶ Λουκούλλ. Σύγκρισις 3˙ εἰράνας ξ. καὶ πολέμου, ἐπὶ σάλπιγγος, Ἀνθ. Π. 6. 151˙ [[νόμισμα]] ξ. ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] γενήσεται Πλάτ. Πολ. 371Β˙ [[ὄνομα]] ξ., ὡς τὸ κατὰ συνθήκην [[σημεῖον]] πράγματός τινος (notre rerum verba, Κικ.), Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1, 11. 3) [[ἐνέχυρον]], ἐφ’ ᾧ γίνεται [[δάνειον]], Λυσί. 154. 14˙ [[ὡσαύτως]] = [[ἀρραβών]], [[σημεῖον]], [[ἐγγύησις]], [[χρυσίον]] φιλίας συμβ. Πλουτ. Πύρρ. 20, πρβλ. Ἀρτοξέρξ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145. 4) ἐπὶ ἰατρ. σημασίας, [[σύμπτωμα]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4, κ. ἀλλ. 5) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], = λίσπαι, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τὰ ἡμίση, ἢ δύο [[καλῶς]] πρὸς ἄλληλα ἁρμόζοντα τεμάχια ἀστραγάλου ἢ νομίσματος, τὰ ὁποῖα δύο διὰ ξενίας συνδεόμενα πρόσωπα ἢ εἰς συμφωνίαν τινὰ ἐλθόντα ἔφερον μεθ’ ἑαυτῶν [[ἕκαστος]] τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[τεμάχιον]], εἰς ἀναγνώρισιν, (διαπεπρισμένα ἡμίσε’ ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Εὔβουλος ἐν «Ξούθῳ» 1), ἴδε Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 600, Ἡρόδ. 6. 86, 2, Εὐριπ. Μήδ. 613, Συλλ. Ἐπιγραφ. 87˙ (καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ τὸ ἥμισυ ἢ τὸ ἀντίστοιχον [[μέρος]], ζητεῖ... τὸ αὑτοῦ [[ἕκαστος]] ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 9, 1) [[ὥσπερ]] σύμβολα ὀρέγεται [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 7. 5, [[ὥσπερ]] ἐκ συμβόλων ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ 2. 4, 8˙ ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα, σχέσεις ὡρισμένας..., ὁ αὐτ. π. Γενεσ. καὶ Φθορ. 2. 4, 4, πρβλ. Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 9, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 145) κτλ. παρὰ Πολυδ. Θʹ, 71 κἑξ., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λίσπος]] ΙΙ˙ [[οὕτως]], ἐπὶ σημείων χρησίμων πρὸς ἀναγνώρισίν τινος, ἅτινα ἄλλως ἐκαλοῦντο γνωρίσματα, Εὐρ. Ἴων 1386, Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 46˙ οὕτω καὶ, ἐς ξύμβολ’ ἐλθόνθ’, παραβαλόντες, συγκρίναντες τὰ γνωρίσματα, Εὐρ. Ἑλ. 291˙ ― παρὰ τοῖς κωμικοῖς, τὶ δράσω [[σύμβολον]] κεκαρμένος; δηλ. ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς κεκαρμένον; Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις» 1. 6) Λατ. tessera, «εἰδικῶς δὲ τὸ [[σύμβολον]] δηλοῖ γραμματεῖόν τι, ὃ ἐλάμβανε τῶν δικαστῶν [[ἕκαστος]] εἰσιὼν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ὅ ἐστι [[πινάκιον]]» (Ἀν. Βεκ. σελ. 300, 32)˙ τοῦτο δὲ τὸ [[σύμβολον]] δεικνύοντες οἱ δικασταὶ ἐλάμβανον τὸν δικαστικὸν μισθόν, Δημ. 298. 6, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 420, Πολυδ. Ηʹ, 16˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 297˙ πρβλ. Böckh P. E. 1. 315. 7) [[ἄδεια]] πρὸς κατοικίαν διδομένη εἰς τοὺς ξένους, σ. [[ἐπιβάλλω]] τινί, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ λάβῃ τὴν ἄδειαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1214, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολιαστ. 8) [[σημεῖον]] ἢ [[ἀπόδειξις]], ἣν παρέδιδεν [[ἕκαστος]] τῶν εἰς κοινὸν [[συμπόσιον]] συνεισφερόντων, καὶ ἥτις ἐπεστρέφετο εἰς αὐτὸν πρὸς πληρωμὴν μετὰ τὴν εὐωχίαν, πρβλ. συμβολὴ ΙΙΙ˙ τὰ σημεῖα [[ταῦτα]] ἦσαν συνήθως ἐσφραγισμένα, ἢ σφραγῖδες ἀντ’ αὐτῶν ἐδίδοντο, [[ὅθεν]] [[σύμβολον]] καὶ σφραγὶς [[εἶναι]] [[πολλάκις]] συνώνυμα, Ἀριστοφάν. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ. 9) ἐν Ρώμῃ, = te sera frumentaria, [[σημεῖον]], [[ἀπόδειξις]], ἢ [[δελτίον]], [[κάτοχος]] τοῦ ὁποίου ἐδικαιοῦτο νὰ λάβῃ ποσόν τι σίτου ἢ χρημάτων δωρεάν˙ πρβλ. Δίωνα Κ. 49. 43˙ ― [[ὡσαύτως]], μικρὸν [[νόμισμα]], «εἴη δ’ ἂν καὶ [[σύμβολον]] βραχὺ [[νομισμάτιον]], ἡμίτομόν τι νομίσματος. [[γοῦν]] Ἕρμιππος ἐν Φορμοφόροις λέγει: παρὰ τῶν καπήλων λήψομαι τὸ [[σύμβολον]]» Πολυδ. Θʹ, 71 (Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145). 10) ὡς τὸ Λατ. tessera, [[σημεῖον]] πολεμικόν, «σιν~ιάλο», ἐπιιχειρήσεως Πλουτάρχ. Ρωμ. 14˙ [[σημεῖον]] διὰ λέξεων, ὡς τὸ [[σύνθημα]], ἴδε Εὐρ. Ρῆσ. 573, Ὀρ. 1130. 11) [[σύμβολον]], ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] σκέψεως ἢ αἰσθήματος, Ἀριστοφάν. περὶ Ἑρμην. 1. 2., 2. 2., 14, 14˙ τὰ σ. Πυθαγόρου, τὰ ἀλληγορικὰ [[αὐτοῦ]] παραγγέλματα, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 192, Πλούτ. 2. 727C κἑξ.˙ σ. τῶν ὀργιασμῶν, τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα, αἱ ἐξωτερικαὶ ἐκφράσεις αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 611D˙ [[οὕτως]], ἐπὶ ἀλληγορικοῦ ὕφους, Δημ. Φαληρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 102˙ διὰ συμβόλων μηνύειν Φίλων, κτλ. 12) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ [[σύνθημα]] ἢ τὸ χαρακτηριστικὸν [[σημεῖον]] τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τὸ [[σύμβολον]] τῆς πίστεως, Λατ. symbolum˙ ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν συμβολικῶν ἢ ἐξωτερικῶν σημείων τῶν τελετῶν. 13) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, σύμβολα φαίνεται ὅτι ἐννοοῦνται τὰ [[ἐπίσημα]] σταθμὰ πόλεως. ΙΙ. ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ σύμβολα ἐκαλοῦντο αἱ συνθῆκαι αἱ μεταξὺ δύο [[πόλεων]] πρὸς ἀμοιβαίαν προστασίαν τοῦ ἐμπορίου, δυνάμει τῶν ὁποίων πᾶσαι αἱ ἐμπορικαὶ ἀμφισβητήσεις καὶ δυσκολίαι ἐδικάζοντο ἐν τῇ πόλει τοῦ κατηγορουμένου (πρβλ. [[συνάλλαγμα]]), ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ.˙ [[εἰσί]]... αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σύμβολα περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 7˙ σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, [[συνάπτω]] ἐμπορικὴν σύμβασιν, Δημ. 79. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 28, Συλλ. Ἐπιγρ. 87. 10˙ τὰ σ. συγχέειν, παραβιάζω τοιαύτην σύμβασιν, Δημ. 570. 18˙ ― ἡ [[σχέσις]] αὕτη ἥτις ἀντικατέστησε τὴν παλαιοτέραν μέθοδον τοῦ τιμωρεῖσθαι τὸν ἄρξαντα ἀδίκων ἔργων, τοῦ καταγγέλειν ῥύσιά τινι (πρβλ. [[σῦλα]], [[ῥύσια]]), ἐκαλεῖτο ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 4˙ ἢ δίκας λαμβάνειν καὶ διδόναι (πρβλ. [[λαμβάνω]] ΙΙ. 1, δ)˙ αἱ δίκαι αὗται ἐκαλοῦντο αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 378 (πρβλ. [[συμβόλαιος]])˙ καὶ ἡ τοιαύτη [[δίκη]] ἐλέγετο ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι δίκας, Ἀντιφῶν 138. 31˙ ― ἐν Ἀθήναις [[ὅμως]] αἱ φράσεις αὗται [[συχνάκις]] ἀναφέρονται εἰς τὰς συνθήκας δι’ ὧν ἡ [[πόλις]] αὕτη ἠνάγκαζε τὰς ὑποτελεῖς αὐτῇ πόλεις νὰ ἐνεργῶσι τὴν ἀγωγὴν καὶ τὴν διαδικασίαν ἐν τοῖς Ἀθηναϊκοῖς δικαστηρίοις, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 16. ― Πρβλ. Böckh P. E. 2, σελ. 141, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, [[συνθήκη]], συνεννόησις, [[συμφωνία]], ἡ κατὰ τὸ σ. [[δικαιοδοσία]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 24. 1, 2, πρβλ. 32. 17, 3˙ κατὰ τὸ σ. Συλλογ. Ἐπιγραφ. 1607, 1707˙ κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σ. [[αὐτόθι]] 2556. 70, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 132.
|elnltext=σύμβολον -ου, τό, ook ξύμβολον [συμβάλλω] teken herkenningsteken, van oorsprong een van de twee helften van een in tweeën gebroken voorwerp; als die op de ander helft bleek te passen werkte dat als identiteitsbewijs:; ἀποδεικνύντες τὰ σύμβολα ἀπαίτεον τὰ χρήματα onder het tonen van de herkenningstekens eisten ze het geld terug Hdt. 6.86β.1; ξένοις τε πέμπειν σύμβολ’, οἵ δράσουσι σ’ εὖ en herkenningstekens te sturen naar mijn gastvrienden, die je goed zullen behandelen Eur. Med. 613; uitbr. van andere identiteitsbewijzen; van het symbool van een secte; Luc. 64.5; overdr..; σ. λύπης een herkenningsteken van leed (d.w.z. gedeeld leed dat twee partijen met elkaar verbindt) Soph. Ph. 403; uitbr. wederhelft:. ζητεῖ … ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος σύμβολον ieder is altijd op zoek naar zijn wederhelft Plat. Smp. 191d. onderscheidingsteken, insigne:. τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας de insignes van het koningschap Plut. Luc. 46.3. bewijs, blijk:. σ. παιδεύσεως blijk van opvoeding Isocr. 4.49; τὸν δακτύλιον αὐτῷ δοῦναι σ. φιλίας de ring aan hem te geven als blijk van vriendschap Plut. Art. 18.2. sein, signaal:. σ. λαμπάδος fakkelsignaal Aeschl. Ag. 8; μανθάνω τὸ σύμβολον ik begrijp het teken Eur. Or. 1130; σ. τοῦ καιροῦ τῆς ἐπιχειρήσεως signaal van het moment voor de aanval Plut. Rom. 14.5. voorteken:. χειμῶνος van een storm Anaxag. B 19. aanwijzing. Soph. OT 221. lijst (met namen van personen). Luc. 19.4. in Athene penning, muntje (als toegangsbewijs voor de volksvergadering en voor de rechtbanken; op vertoon ervan kon men na afloop de vergoeding voor deelname ophalen); stempel (als toegangsbewijs). Aristoph. Av. 1214. jur. en economisch verdrag (tussen staten, om juridische procedures tussen burgers van deze staten te reguleren).
}}
{{elru
|elrutext='''σύμβολον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> (условный) [[знак]], [[сигнал]]: λαμπάδος σ. Aesch. сигнальный огонь; τῆς ἐπιχειρήσεως σ. Plut. сигнал к атаке;<br /><b class="num">2)</b> [[внешний знак]], [[признак]] (λύπης Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[примета]], [[предзнаменование]], [[знамение]]: ξύμβολα [[δεξιά]] Aesch. счастливые предзнаменования;<br /><b class="num">4)</b> [[намек]]: [[μανθάνω]] τὸ σ. Eur. я понимаю этот намек;<br /><b class="num">5)</b> [[знак достоинства]]: τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας Plut. царские регалии;<br /><b class="num">6)</b> [[эмблема]], [[символ]] (εἰράνας καὶ πολέμου Anth.);<br /><b class="num">7)</b> [[знак]], [[залог]]: τὸν δακτύλιόν τινι [[δοῦναι]], σ. [[φιλίας]] Plat. дать кому-л. перстень в знак дружбы;<br /><b class="num">8)</b> pl. [[знаки взаимной дружбы]] (половинки переломленного предмета - монеты и т. п. - которыми обменивалась заключившие между собой союз гостеприимства - ξένοι - и по предъявлении которых одна сторона оказывала гостеприимство родственникам или друзьям другой) Her., Plat., Arst.: [[ἕτοιμος]] ξένοις πέμπειν ξύμβολ᾽, οἵ δράσουσί σ᾽ εὖ Eur. я готов послать знаки дружбы (т. е. рекомендовать тебя) друзьям, чтобы они оказали тебе гостеприимство;<br /><b class="num">9)</b> pl. [[опознавательные знаки]] (удостоверяющие личность) Eur., Xen.;<br /><b class="num">10)</b> [[жетон]], [[марка]] (которые вручались участникам судебных или других заседаний и по предъявлении которых это участие оплачивалось) Arph., Dem.;<br /><b class="num">11)</b> [[разрешение на въезд]], [[виза]] (σ. ἐπιβαλεῖν τινι Arph.);<br /><b class="num">12)</b> [[пароль]] (sc. στρατοῦ Eur.);<br /><b class="num">13)</b> [[символическое изречение]], [[иносказание]] (τὰ Πυθαγόρου σύμβολα Plut.);<br /><b class="num">14)</b> (международный) [[договор]] о судебно-торговой экстерриториальности (обусловливающий право или обязанность индивидуальных контрагентов судиться по законам своей страны) Xen., Arst., Dem.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σύμβολον:''' τό ([[συμβάλλω]] III)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημάδι]] ή [[τεκμήριο]] μέσω του οποίου [[κάποιος]] καταλήγει σ' ένα [[συμπέρασμα]], σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], [[σημάδι]] πυρσού που έχει ανάψει [[κατόπιν]] προσυμφωνίας ως [[σινιάλο]], [[φρυκτωρία]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] που οριζόταν για την [[εξασφάλιση]] χρηματικής απαίτησης από [[δάνειο]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα [[δύο]] μισά αστραγάλου ([[κότσι]]) ή νομίσματος, τα οποία [[δύο]] πρόσωπα συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους, [[είτε]] με δεσμούς φιλοξενίας [[είτε]] ερχόμενα σε [[συμφωνία]] χώριζαν στη [[μέση]] και ο [[καθένας]] έφερε μαζί του το ένα μισό ως [[σημάδι]] αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό [[σημείωμα]], [[σύμβολο]] που δήλωνε [[γραμμάτιο]], [[πινάκιο]], όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την [[αμοιβή]] τους, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[δικαίωμα]] ή [[άδεια]] εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική [[απόδειξη]] που έδινε [[καθένας]] που συμμετείχε σε κοινό [[συμπόσιο]], το οποίο του επιστρεφόταν στο [[τέλος]] του συμποσίου για την [[πληρωμή]] (πρβλ. [[συμβολή]] IV), στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] των Χριστιανών, [[ομολογία]] πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. [[symbolum]].<br /><b class="num">II.</b> στη νομική [[ορολογία]], <i>σύμβολα</i> ονομάζονταν οι συνθήκες [[μεταξύ]] [[δύο]] [[πόλεων]] με [[περιεχόμενο]] την αμοιβαία [[προστασία]] του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· <i>σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν</i>, [[συνάπτω]] εμπορική [[συμφωνία]] με [[μία]] πόλη, <i>τὰ σύμβολα συγχέειν</i>, [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] [[αυτού]] του είδους, στον ίδ.
|lsmtext='''σύμβολον:''' τό ([[συμβάλλω]] III)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημάδι]] ή [[τεκμήριο]] μέσω του οποίου [[κάποιος]] καταλήγει σ' ένα [[συμπέρασμα]], σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], [[σημάδι]] πυρσού που έχει ανάψει [[κατόπιν]] προσυμφωνίας ως [[σινιάλο]], [[φρυκτωρία]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] που οριζόταν για την [[εξασφάλιση]] χρηματικής απαίτησης από [[δάνειο]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα [[δύο]] μισά αστραγάλου ([[κότσι]]) ή νομίσματος, τα οποία [[δύο]] πρόσωπα συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους, [[είτε]] με δεσμούς φιλοξενίας [[είτε]] ερχόμενα σε [[συμφωνία]] χώριζαν στη [[μέση]] και ο [[καθένας]] έφερε μαζί του το ένα μισό ως [[σημάδι]] αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό [[σημείωμα]], [[σύμβολο]] που δήλωνε [[γραμμάτιο]], [[πινάκιο]], όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την [[αμοιβή]] τους, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[δικαίωμα]] ή [[άδεια]] εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική [[απόδειξη]] που έδινε [[καθένας]] που συμμετείχε σε κοινό [[συμπόσιο]], το οποίο του επιστρεφόταν στο [[τέλος]] του συμποσίου για την [[πληρωμή]] (πρβλ. [[συμβολή]] IV), στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] των Χριστιανών, [[ομολογία]] πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. [[symbolum]].<br /><b class="num">II.</b> στη νομική [[ορολογία]], <i>σύμβολα</i> ονομάζονταν οι συνθήκες [[μεταξύ]] [[δύο]] [[πόλεων]] με [[περιεχόμενο]] την αμοιβαία [[προστασία]] του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· <i>σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν</i>, [[συνάπτω]] εμπορική [[συμφωνία]] με [[μία]] πόλη, <i>τὰ σύμβολα συγχέειν</i>, [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] [[αυτού]] του είδους, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύμβολον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> (условный) [[знак]], [[сигнал]]: λαμπάδος σ. Aesch. сигнальный огонь; τῆς ἐπιχειρήσεως σ. Plut. сигнал к атаке;<br /><b class="num">2)</b> [[внешний знак]], [[признак]] (λύπης Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[примета]], [[предзнаменование]], [[знамение]]: ξύμβολα [[δεξιά]] Aesch. счастливые предзнаменования;<br /><b class="num">4)</b> [[намек]]: [[μανθάνω]] τὸ σ. Eur. я понимаю этот намек;<br /><b class="num">5)</b> [[знак достоинства]]: τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας Plut. царские регалии;<br /><b class="num">6)</b> [[эмблема]], [[символ]] (εἰράνας καὶ πολέμου Anth.);<br /><b class="num">7)</b> [[знак]], [[залог]]: τὸν δακτύλιόν τινι [[δοῦναι]], σ. [[φιλίας]] Plat. дать кому-л. перстень в знак дружбы;<br /><b class="num">8)</b> pl. [[знаки взаимной дружбы]] (половинки переломленного предмета - монеты и т. п. - которыми обменивалась заключившие между собой союз гостеприимства - ξένοι - и по предъявлении которых одна сторона оказывала гостеприимство родственникам или друзьям другой) Her., Plat., Arst.: [[ἕτοιμος]] ξένοις πέμπειν ξύμβολ᾽, οἵ δράσουσί σ᾽ εὖ Eur. я готов послать знаки дружбы (т. е. рекомендовать тебя) друзьям, чтобы они оказали тебе гостеприимство;<br /><b class="num">9)</b> pl. [[опознавательные знаки]] (удостоверяющие личность) Eur., Xen.;<br /><b class="num">10)</b> [[жетон]], [[марка]] (которые вручались участникам судебных или других заседаний и по предъявлении которых это участие оплачивалось) Arph., Dem.;<br /><b class="num">11)</b> [[разрешение на въезд]], [[виза]] . ἐπιβαλεῖν τινι Arph.);<br /><b class="num">12)</b> [[пароль]] (sc. στρατοῦ Eur.);<br /><b class="num">13)</b> [[символическое изречение]], [[иносказание]] (τὰ Πυθαγόρου σύμβολα Plut.);<br /><b class="num">14)</b> (международный) [[договор]] о судебно-торговой экстерриториальности (обусловливающий право или обязанность индивидуальных контрагентов судиться по законам своей страны) Xen., Arst., Dem.
|lstext='''σύμβολον''': τό, ([[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2, γ) [[σημεῖον]] ἐξ οὗ τις γνωρίζει ἢ συμπεραίνει τι, [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ σ., τὸ [[σημεῖον]] τοῦ πυρσοῦ τοῦ κατὰ συνθήκην καιομένου, τὸ τῆς φρυκτωρίας [[σημεῖον]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 8˙ [[τέκμαρ]] τοιοῦτον ξ. τέ σοι [[λέγω]] [[αὐτόθι]] 315˙ σ. σαφὲς λύπης Σοφ. Φιλ. 403, πρβλ. Ο. Τ. 221, Εὐρ. Ὀρ. 1130, κτλ.˙ σ. ποιεῖσθαι τῆς σωτηρίας, ἐάν... Δημ. 191. 22˙ ― συχν. ἐν τῷ παθητ., σ. τινι τίθεσθαι Θέογν. 1146˙ εὑρεῖν Πινδ. Ο. 12. 10˙ ἐπὶ σημείων τοῦ σώματος, Εὐρ. Ἠλ. 577˙ ἐπὶ οἰωνῶν ἢ σημείων προφητικῶν, Ἀρχίλ. 41, Αἰσχύλ. Ἀγ. 144. 2) [[τεκμήριον]], [[σημεῖον]], [[γνώρισμα]], σ. νίκης Ἰσθμιάδος, ὁ ἐκ κισσοῦ [[στέφανος]], Καλλ. Ἀποσπ. 103˙ ἐπὶ σημαίας, Ἡρῳδιαν. 4. 7˙ ἐπὶ τῶν συμβόλων θεοτήτων, Διον. Ἁλ. 8. 38˙ τῆς βασιλείας Πλουτ. Κίμ. καὶ Λουκούλλ. Σύγκρισις 3˙ εἰράνας ξ. καὶ πολέμου, ἐπὶ σάλπιγγος, Ἀνθ. Π. 6. 151˙ [[νόμισμα]] ξ. ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] γενήσεται Πλάτ. Πολ. 371Β˙ [[ὄνομα]] ξ., ὡς τὸ κατὰ συνθήκην [[σημεῖον]] πράγματός τινος (notre rerum verba, Κικ.), Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1, 11. 3) [[ἐνέχυρον]], ἐφ’ ᾧ γίνεται [[δάνειον]], Λυσί. 154. 14˙ [[ὡσαύτως]] = [[ἀρραβών]], [[σημεῖον]], [[ἐγγύησις]], [[χρυσίον]] φιλίας συμβ. Πλουτ. Πύρρ. 20, πρβλ. Ἀρτοξέρξ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145. 4) ἐπὶ ἰατρ. σημασίας, [[σύμπτωμα]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4, κ. ἀλλ. 5) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], = λίσπαι, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τὰ ἡμίση, ἢ δύο [[καλῶς]] πρὸς ἄλληλα ἁρμόζοντα τεμάχια ἀστραγάλου ἢ νομίσματος, τὰ ὁποῖα δύο διὰ ξενίας συνδεόμενα πρόσωπα ἢ εἰς συμφωνίαν τινὰ ἐλθόντα ἔφερον μεθ’ ἑαυτῶν [[ἕκαστος]] τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[τεμάχιον]], εἰς ἀναγνώρισιν, (διαπεπρισμένα ἡμίσε’ ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Εὔβουλος ἐν «Ξούθῳ» 1), ἴδε Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 600, Ἡρόδ. 6. 86, 2, Εὐριπ. Μήδ. 613, Συλλ. Ἐπιγραφ. 87˙ (καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ τὸ ἥμισυ ἢ τὸ ἀντίστοιχον [[μέρος]], ζητεῖ... τὸ αὑτοῦ [[ἕκαστος]] ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 9, 1) [[ὥσπερ]] σύμβολα ὀρέγεται [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 7. 5, 5˙ [[ὥσπερ]] ἐκ συμβόλων ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ 2. 4, 8˙ ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα, σχέσεις ὡρισμένας..., ὁ αὐτ. π. Γενεσ. καὶ Φθορ. 2. 4, 4, πρβλ. Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 9, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 145) κτλ. παρὰ Πολυδ. Θʹ, 71 κἑξ., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λίσπος]] ΙΙ˙ [[οὕτως]], ἐπὶ σημείων χρησίμων πρὸς ἀναγνώρισίν τινος, ἅτινα ἄλλως ἐκαλοῦντο γνωρίσματα, Εὐρ. Ἴων 1386, Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 46˙ οὕτω καὶ, ἐς ξύμβολ’ ἐλθόνθ’, παραβαλόντες, συγκρίναντες τὰ γνωρίσματα, Εὐρ. Ἑλ. 291˙ ― παρὰ τοῖς κωμικοῖς, τὶ δράσω [[σύμβολον]] κεκαρμένος; δηλ. ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς κεκαρμένον; Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις» 1. 6) Λατ. tessera, «εἰδικῶς δὲ τὸ [[σύμβολον]] δηλοῖ γραμματεῖόν τι, ὃ ἐλάμβανε τῶν δικαστῶν [[ἕκαστος]] εἰσιὼν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ὅ ἐστι [[πινάκιον]]» (Ἀν. Βεκ. σελ. 300, 32)˙ τοῦτο δὲ τὸ [[σύμβολον]] δεικνύοντες οἱ δικασταὶ ἐλάμβανον τὸν δικαστικὸν μισθόν, Δημ. 298. 6, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 420, Πολυδ. Ηʹ, 16˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 297˙ πρβλ. Böckh P. E. 1. 315. 7) [[ἄδεια]] πρὸς κατοικίαν διδομένη εἰς τοὺς ξένους, σ. [[ἐπιβάλλω]] τινί, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ λάβῃ τὴν ἄδειαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1214, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολιαστ. 8) [[σημεῖον]] ἢ [[ἀπόδειξις]], ἣν παρέδιδεν [[ἕκαστος]] τῶν εἰς κοινὸν [[συμπόσιον]] συνεισφερόντων, καὶ ἥτις ἐπεστρέφετο εἰς αὐτὸν πρὸς πληρωμὴν μετὰ τὴν εὐωχίαν, πρβλ. συμβολὴ ΙΙΙ˙ τὰ σημεῖα [[ταῦτα]] ἦσαν συνήθως ἐσφραγισμένα, ἢ σφραγῖδες ἀντ’ αὐτῶν ἐδίδοντο, [[ὅθεν]] [[σύμβολον]] καὶ σφραγὶς [[εἶναι]] [[πολλάκις]] συνώνυμα, Ἀριστοφάν. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ. 9) ἐν Ρώμῃ, = te sera frumentaria, [[σημεῖον]], ἢ [[ἀπόδειξις]], ἢ [[δελτίον]], ὁ [[κάτοχος]] τοῦ ὁποίου ἐδικαιοῦτο νὰ λάβῃ ποσόν τι σίτου ἢ χρημάτων δωρεάν˙ πρβλ. Δίωνα Κ. 49. 43˙ ― [[ὡσαύτως]], μικρὸν [[νόμισμα]], «εἴη δ’ ἂν καὶ [[σύμβολον]] βραχὺ [[νομισμάτιον]], ἡμίτομόν τι νομίσματος. ὁ [[γοῦν]] Ἕρμιππος ἐν Φορμοφόροις λέγει: παρὰ τῶν καπήλων λήψομαι τὸ [[σύμβολον]]» Πολυδ. Θʹ, 71 (Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145). 10) ὡς τὸ Λατ. tessera, [[σημεῖον]] πολεμικόν, «σιν~ιάλο», ἐπιιχειρήσεως Πλουτάρχ. Ρωμ. 14˙ [[σημεῖον]] διὰ λέξεων, ὡς τὸ [[σύνθημα]], ἴδε Εὐρ. Ρῆσ. 573, Ὀρ. 1130. 11) [[σύμβολον]], ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] σκέψεως ἢ αἰσθήματος, Ἀριστοφάν. περὶ Ἑρμην. 1. 2., 2. 2., 14, 14˙ τὰ σ. Πυθαγόρου, τὰ ἀλληγορικὰ [[αὐτοῦ]] παραγγέλματα, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 192, Πλούτ. 2. 727C κἑξ.˙ σ. τῶν ὀργιασμῶν, τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα, αἱ ἐξωτερικαὶ ἐκφράσεις αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 611D˙ [[οὕτως]], ἐπὶ ἀλληγορικοῦ ὕφους, Δημ. Φαληρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 102˙ διὰ συμβόλων μηνύειν Φίλων, κτλ. 12) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ [[σύνθημα]] ἢ τὸ χαρακτηριστικὸν [[σημεῖον]] τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τὸ [[σύμβολον]] τῆς πίστεως, Λατ. symbolum˙ ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν συμβολικῶν ἢ ἐξωτερικῶν σημείων τῶν τελετῶν. 13) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, σύμβολα φαίνεται ὅτι ἐννοοῦνται τὰ [[ἐπίσημα]] σταθμὰ πόλεως. ΙΙ. ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ σύμβολα ἐκαλοῦντο αἱ συνθῆκαι αἱ μεταξὺ δύο [[πόλεων]] πρὸς ἀμοιβαίαν προστασίαν τοῦ ἐμπορίου, δυνάμει τῶν ὁποίων πᾶσαι αἱ ἐμπορικαὶ ἀμφισβητήσεις καὶ δυσκολίαι ἐδικάζοντο ἐν τῇ πόλει τοῦ κατηγορουμένου (πρβλ. [[συνάλλαγμα]]), ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ.˙ [[εἰσί]]... αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σύμβολα περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 7˙ σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, [[συνάπτω]] ἐμπορικὴν σύμβασιν, Δημ. 79. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 28, Συλλ. Ἐπιγρ. 87. 10˙ τὰ σ. συγχέειν, παραβιάζω τοιαύτην σύμβασιν, Δημ. 570. 18˙ ― ἡ [[σχέσις]] αὕτη ἥτις ἀντικατέστησε τὴν παλαιοτέραν μέθοδον τοῦ τιμωρεῖσθαι τὸν ἄρξαντα ἀδίκων ἔργων, τοῦ καταγγέλειν ῥύσιά τινι (πρβλ. [[σῦλα]], [[ῥύσια]]), ἐκαλεῖτο ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 4˙ ἢ δίκας λαμβάνειν καὶ διδόναι (πρβλ. [[λαμβάνω]] ΙΙ. 1, δ)˙ αἱ δίκαι αὗται ἐκαλοῦντο αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 378 (πρβλ. [[συμβόλαιος]])˙ καὶ ἡ τοιαύτη [[δίκη]] ἐλέγετο ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι δίκας, Ἀντιφῶν 138. 31˙ ― ἐν Ἀθήναις [[ὅμως]] αἱ φράσεις αὗται [[συχνάκις]] ἀναφέρονται εἰς τὰς συνθήκας δι’ ὧν ἡ [[πόλις]] αὕτη ἠνάγκαζε τὰς ὑποτελεῖς αὐτῇ πόλεις νὰ ἐνεργῶσι τὴν ἀγωγὴν καὶ τὴν διαδικασίαν ἐν τοῖς Ἀθηναϊκοῖς δικαστηρίοις, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 16. ― Πρβλ. Böckh P. E. 2, σελ. 141, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, [[συνθήκη]], συνεννόησις, [[συμφωνία]], ἡ κατὰ τὸ σ. [[δικαιοδοσία]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 24. 1, 2, πρβλ. 32. 17, 3˙ κατὰ τὸ σ. Συλλογ. Ἐπιγραφ. 1607, 1707˙ κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σ. [[αὐτόθι]] 2556. 70, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 132.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμβολον -ου, τό, ook ξύμβολον [συμβάλλω] teken herkenningsteken, van oorsprong een van de twee helften van een in tweeën gebroken voorwerp; als die op de ander helft bleek te passen werkte dat als identiteitsbewijs:; ἀποδεικνύντες τὰ σύμβολα ἀπαίτεον τὰ χρήματα onder het tonen van de herkenningstekens eisten ze het geld terug Hdt. 6.86β.1; ξένοις τε πέμπειν σύμβολ’, οἵ δράσουσι σ’ εὖ en herkenningstekens te sturen naar mijn gastvrienden, die je goed zullen behandelen Eur. Med. 613; uitbr. van andere identiteitsbewijzen; van het symbool van een secte; Luc. 64.5; overdr..; σ. λύπης een herkenningsteken van leed (d.w.z. gedeeld leed dat twee partijen met elkaar verbindt) Soph. Ph. 403; uitbr. wederhelft:. ζητεῖ … ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος σύμβολον ieder is altijd op zoek naar zijn wederhelft Plat. Smp. 191d. onderscheidingsteken, insigne:. τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας de insignes van het koningschap Plut. Luc. 46.3. bewijs, blijk:. σ. παιδεύσεως blijk van opvoeding Isocr. 4.49; τὸν δακτύλιον αὐτῷ δοῦναι σ. φιλίας de ring aan hem te geven als blijk van vriendschap Plut. Art. 18.2. sein, signaal:. σ. λαμπάδος fakkelsignaal Aeschl. Ag. 8; μανθάνω τὸ σύμβολον ik begrijp het teken Eur. Or. 1130; σ. τοῦ καιροῦ τῆς ἐπιχειρήσεως signaal van het moment voor de aanval Plut. Rom. 14.5. voorteken:. χειμῶνος van een storm Anaxag. B 19. aanwijzing. Soph. OT 221. lijst (met namen van personen). Luc. 19.4. in Athene penning, muntje (als toegangsbewijs voor de volksvergadering en voor de rechtbanken; op vertoon ervan kon men na afloop de vergoeding voor deelname ophalen); stempel (als toegangsbewijs). Aristoph. Av. 1214. jur. en economisch verdrag (tussen staten, om juridische procedures tussen burgers van deze staten te reguleren).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj