Anonymous

συμπεριφθείρομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]].
|btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπεριφθείρομαι''': παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. [[φθείρω]] ΙΙ.
|elnltext=συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριφθείρομαι:''' [[вместе или одновременно погибать]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπεριφθείρομαι:''' Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με [[αποτέλεσμα]] την [[καταστροφή]] μου, σε Λουκ.
|lsmtext='''συμπεριφθείρομαι:''' Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με [[αποτέλεσμα]] την [[καταστροφή]] μου, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπεριφθείρομαι:''' [[вместе или одновременно погибать]] Luc.
|lstext='''συμπεριφθείρομαι''': παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. [[φθείρω]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to go [[about]] with any one to one's own [[ruin]], Luc.
|mdlsjtxt=<br />Pass. to go [[about]] with any one to one's own [[ruin]], Luc.
}}
}}