Anonymous

σύγκλεισις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύγκλεισις''': ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· ([[συγκλείω]])· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα [[εἶναι]] συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως [[χάριν]] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[συγκλινίαι]]).
|elnltext=σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[запирание]], [[смыкание]] (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узкий проход]], [[ущелье]], [[ложбина]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[запирание]], [[смыкание]] (συναφὴ καὶ σ. Arst.): [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узкий проход]], [[ущелье]], [[ложбина]] Polyb., Plut.
|lstext='''σύγκλεισις''': ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· ([[συγκλείω]])· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα [[εἶναι]] συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως [[χάριν]] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[συγκλινίαι]]).
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκλεισις -εως, , Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ αττιξ ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut.
|mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ αττιξ ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut.
}}
}}