Anonymous

συνεκπορίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=contribuer à fournir, à procurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπορίζω]].
|btext=contribuer à fournir, à procurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπορίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεκπορίζω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.
|elnltext=συν-εκπορίζω helpen te verschaffen of beschikbaar te maken, met dat. en acc.. εἰ... τῳ... ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι als ik iemand in nood iets heb helpen verschaffen Xen. An. 5.8.25.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκπορίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[доставлять]], [[добывать]] (τινί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдумывать]], [[изобретать]] (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
|lsmtext='''συνεκπορίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[προμήθεια]] ή τον εφοδιασμό, [[χορηγώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκπορίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[προμήθεια]] ή τον εφοδιασμό, [[χορηγώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεκπορίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[доставлять]], [[добывать]] (τινί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдумывать]], [[изобретать]] (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).
|lstext='''συνεκπορίζω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εκπορίζω helpen te verschaffen of beschikbaar te maken, met dat. en acc.. εἰ... τῳ... ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι als ik iemand in nood iets heb helpen verschaffen Xen. An. 5.8.25.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[help]] in procuring or supplying, τί τινι Xen.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[help]] in procuring or supplying, τί τινι Xen.
}}
}}