Anonymous

σφάκος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />sauge, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym.
|btext=ου (ὁ) :<br />sauge, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφάκος''': , [[ἐλελίσφακος]], κοινῶς «φασκομηλιά», Λατ. salvia, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 135· σφάκον εὐώδη Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 486· νῦν δὲ καλεῖται ἐν Ἑλλάδι ἐλελισφακιά, ὅρα Schneid. Ind. Theophr., πρβλ. [[ἐλελίσφακος]], [[φασκομηλία]], [[σφάγνος]]. ΙΙ. [[εἶδος]] λειχῆνος φυομένου ἐπὶ δρυῶν, Πλίν. 24. 17· φέρεται καὶ sphagnos, [[αὐτόθι]] καὶ 12. 50· [[φάσκον]] παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 6· φάσκος παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. [[σφάκος]] ἐν τέλει.
|elnltext=σφάκος -ου, ὁ salie (kruid).
}}
{{elru
|elrutext='''σφάκος:''' (ᾰ) шалфей Arph., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φάσκος]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φάσκος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφάκος:''' (ᾰ) шалфей Arph., Plut.
|lstext='''σφάκος''': , [[ἐλελίσφακος]], κοινῶς «φασκομηλιά», Λατ. salvia, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 135· σφάκον εὐώδη Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 486· νῦν δὲ καλεῖται ἐν Ἑλλάδι ἐλελισφακιά, ὅρα Schneid. Ind. Theophr., πρβλ. [[ἐλελίσφακος]], [[φασκομηλία]], [[σφάγνος]]. ΙΙ. [[εἶδος]] λειχῆνος φυομένου ἐπὶ δρυῶν, Πλίν. 24. 17· φέρεται καὶ sphagnos, [[αὐτόθι]] καὶ 12. 50· [[φάσκον]] παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 6· φάσκος παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. [[σφάκος]] ἐν τέλει.
}}
{{elnl
|elnltext=σφάκος -ου, ὁ salie (kruid).
}}
}}
{{etym
{{etym