τρῖμμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῖμμα''': (οὐχὶ τρίμμα), τό, ([[τρίβω]]) πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ [[τρίβων]]· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος [[πανοῦργος]], λέγειν γενήσει [[τρῖμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]], «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. [[πόμα]] μετ’ ἀρωμάτων ἢ [[εἶδος]] μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν [[τρῖμμα]]» Ἀθήν. 31Ε· «[[τρῖμμα]] δὲ ἀρωματικὸν [[πόμα]]» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας [[τρῖμμα]] συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πέμματος, Ἡσύχ. ([[πόμα]] Schmidt). IV. = [[τρῖψις]], Ἰω. Νηστευτὴς 1928D.
|elnltext=τρῖμμα -ατος, τό [τρίβω] doortrapt persoon, schurk.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῖμμα:''' и [[τρίμμα]], ατος τό [[τρίβω]] ирон. тертый калач, ловкач Arph.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῖμμα:''' -ατος, τό ([[τρίβω]]), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το [[τρίβων]] II 2, [[πεπειραμένος]] [[πανούργος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρῖμμα:''' -ατος, τό ([[τρίβω]]), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το [[τρίβων]] II 2, [[πεπειραμένος]] [[πανούργος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῖμμα:''' и [[τρίμμα]], ατος τό [[τρίβω]] ирон. тертый калач, ловкач Arph.
|lstext='''τρῖμμα''': (οὐχὶ τρίμμα), τό, ([[τρίβω]]) πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ [[τρίβων]]· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος [[πανοῦργος]], λέγειν γενήσει [[τρῖμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]], «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. [[πόμα]] μετ’ ἀρωμάτων ἢ [[εἶδος]] μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν [[τρῖμμα]]» Ἀθήν. 31Ε· «[[τρῖμμα]] δὲ ἀρωματικὸν [[πόμα]]» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας [[τρῖμμα]] συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πέμματος, Ἡσύχ. ([[πόμα]] Schmidt). IV. = [[τρῖψις]], Ἰω. Νηστευτὴς 1928D.
}}
{{elnl
|elnltext=τρῖμμα -ατος, τό [τρίβω] doortrapt persoon, schurk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρῖμμα]], ατος, τό, [[τρίβω]]<br />that [[which]] is rubbed: metaph., like [[τρίβων]] II. 2, a [[practised]] [[knave]], Ar.
|mdlsjtxt=[[τρῖμμα]], ατος, τό, [[τρίβω]]<br />that [[which]] is rubbed: metaph., like [[τρίβων]] II. 2, a [[practised]] [[knave]], Ar.
}}
}}