Anonymous

συνεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=tomber <i>ou</i> se précipiter ensemble <i>ou</i> en même temps dans.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσπίπτω]].
|btext=tomber <i>ou</i> se précipiter ensemble <i>ou</i> en même temps dans.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰσπίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεισπίπτω''': [[εἰσπίπτω]] ἢ ῥίπτομαι μέσα εἴς τι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνεισέπεσον καὶ ἡμῶν αὐτῶν τινες [εἰς τὴν θάλατταν] Ξεν. Ἀν. 5, 7, 25. ΙΙ. εἰσορμῶ μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν καταδιωκόντων τοὺς πολιορκουμένους [[μέχρι]] τῶν πυλῶν καὶ εἰσορμώντων μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν πόλιν, σ. ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 3. 55., 9. 102· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 3. 78, Θουκ. 6. 100, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1095· σ. [[εἴσω]] τῶν πυλῶν σύν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 1, 18· κατὰ τὰς πύλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 7, 6· ἀπολ., Λυσί. 97. 38.
|elnltext=συν-εισπίπτω, Att. ook ξυνεισπίπτω tegelijk erin vallen, ook erin vallen. Xen. An. 5.7.25. overdr. samen (met...) of tegelijk (met...) binnenvallen, samen of tegelijk naar binnen stormen; met εἰς + acc. of εἴσω + gen. in iets;; ἐς τὸ τεῖχος op de muur af Hdt. 9.102.3; εἴσω τῶν πυλῶν de poort binnen Xen. An. 7.1.18; met κατά + acc..; κατὰ τὰς πύλας door de poorten Xen. Hell. 4.7.6; met dat., μετά + gen. of σύν + dat. (samen) met iem.: τὸν χάρακα λαμβάνει συνεισπεσὼν τοῖς φεύγουσι hij neemt het kamp in door het tegelijk met degenen die vluchtten binnen te vallen Plut. Cam. 37.5; σὺν τῷ ὄχλῳ samen met de menigte Xen. An. 7.1.18.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεισπίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе бросаться]] (ἐμπίπτουσιν εἰς τὴν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ [[ἡμῶν]] τινες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе устремляться]], [[врываться]], [[вторгаться]] ([[εἴσω]] τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς [[οἴκημα]] Plut.): σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., [[μετά]] τινος Arph. и [[σύν]] τινι Xen. врываться вместе или одновременно с кем-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή ρίχνομαι μέσα μαζί με άλλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[εισορμώ]] από κοινού, λέγεται για στρατιώτες που καταδιώκουν τους πολιορκούμενους ως τις πύλες και εισβάλλουν μαζί τους στην πόλη, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''συνεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή ρίχνομαι μέσα μαζί με άλλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[εισορμώ]] από κοινού, λέγεται για στρατιώτες που καταδιώκουν τους πολιορκούμενους ως τις πύλες και εισβάλλουν μαζί τους στην πόλη, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεισπίπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе бросаться]] (ἐμπίπτουσιν εἰς τὴν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ [[ἡμῶν]] τινες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе устремляться]], [[врываться]], [[вторгаться]] ([[εἴσω]] τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς [[οἴκημα]] Plut.): σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., [[μετά]] τινος Arph. и [[σύν]] τινι Xen. врываться вместе или одновременно с кем-л.
|lstext='''συνεισπίπτω''': [[εἰσπίπτω]] ἢ ῥίπτομαι μέσα εἴς τι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνεισέπεσον καὶ ἡμῶν αὐτῶν τινες [εἰς τὴν θάλατταν] Ξεν. Ἀν. 5, 7, 25. ΙΙ. εἰσορμῶ μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν καταδιωκόντων τοὺς πολιορκουμένους [[μέχρι]] τῶν πυλῶν καὶ εἰσορμώντων μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν πόλιν, σ. ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 3. 55., 9. 102· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 3. 78, Θουκ. 6. 100, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1095· σ. [[εἴσω]] τῶν πυλῶν σύν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 1, 18· κατὰ τὰς πύλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 7, 6· ἀπολ., Λυσί. 97. 38.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εισπίπτω, Att. ook ξυνεισπίπτω tegelijk erin vallen, ook erin vallen. Xen. An. 5.7.25. overdr. samen (met...) of tegelijk (met...) binnenvallen, samen of tegelijk naar binnen stormen; met εἰς + acc. of εἴσω + gen. in iets;; ἐς τὸ τεῖχος op de muur af Hdt. 9.102.3; εἴσω τῶν πυλῶν de poort binnen Xen. An. 7.1.18; met κατά + acc..; κατὰ τὰς πύλας door de poorten Xen. Hell. 4.7.6; met dat., μετά + gen. of σύν + dat. (samen) met iem.: τὸν χάρακα λαμβάνει συνεισπεσὼν τοῖς φεύγουσι hij neemt het kamp in door het tegelijk met degenen die vluchtten binnen te vallen Plut. Cam. 37.5; σὺν τῷ ὄχλῳ samen met de menigte Xen. An. 7.1.18.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[fall]] or be thrown [[into]] with others, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[rush]] in [[together]], of soldiers pursuing the besieged to the gates and getting in with them, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[fall]] or be thrown [[into]] with others, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[rush]] in [[together]], of soldiers pursuing the besieged to the gates and getting in with them, Hdt., Thuc.
}}
}}