Anonymous

ψαρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />d'un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
|btext=ά, όν :<br />d'un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
|elnltext=ψαρός -ά -όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.
}}
{{elru
|elrutext='''ψᾱρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пятнистый]], [[пестрый]] ([[κίχλη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[серый в яблоках]] ([[ἵππος]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψᾱρός:''' -ά, -όν ([[ψάρ]]), αυτός που μοιάζει με [[ψαρόνι]], δηλ. αυτός που έχει στίγματα, [[κατάστικτος]], [[γκρίζος]]· ψαρὸς [[ἵππος]], παρδαλό [[γκρι]] (φαιό) [[άλογο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ψᾱρός:''' -ά, -όν ([[ψάρ]]), αυτός που μοιάζει με [[ψαρόνι]], δηλ. αυτός που έχει στίγματα, [[κατάστικτος]], [[γκρίζος]]· ψαρὸς [[ἵππος]], παρδαλό [[γκρι]] (φαιό) [[άλογο]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψᾱρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пятнистый]], [[пестрый]] ([[κίχλη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[серый в яблоках]] ([[ἵππος]] Arph.).
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
}}
{{elnl
|elnltext=ψαρός -ά -όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψᾱρός, ή, όν [ψάρ]<br />like a starling, i. e. [[speckled]], [[dappled]], ψ. [[ἵππος]] a [[dapple]]-[[gray]] [[horse]], Ar.
|mdlsjtxt=ψᾱρός, ή, όν [ψάρ]<br />like a starling, i. e. [[speckled]], [[dappled]], ψ. [[ἵππος]] a [[dapple]]-[[gray]] [[horse]], Ar.
}}
}}