Anonymous

σχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> σχηματίσω, <i>att.</i> σχηματιῶ;<br /><b>1</b> donner une figure, une forme, une position, une attitude : σχ. τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει PLUT mettre le bras à nu et le préparer comme à un acte violent ; σχ. ἑαυτόν LUC se composer son maintien;<br /><b>2</b> orner de figures, de ciselures;<br /><i><b>Moy.</b></i> σχηματίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> former, façonner, orner pour soi : κόμην EUR sa chevelure;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire croire qch qui n’est pas;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se démener, faire des gestes, gesticuler;<br /><b>2</b> prendre un extérieur, se donner une contenance ; feindre;<br /><b>3</b> exécuter des figures de danse, danser.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]].
|btext=<i>f.</i> σχηματίσω, <i>att.</i> σχηματιῶ;<br /><b>1</b> donner une figure, une forme, une position, une attitude : σχ. τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει PLUT mettre le bras à nu et le préparer comme à un acte violent ; σχ. ἑαυτόν LUC se composer son maintien;<br /><b>2</b> orner de figures, de ciselures;<br /><i><b>Moy.</b></i> σχηματίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> former, façonner, orner pour soi : κόμην EUR sa chevelure;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire croire qch qui n’est pas;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se démener, faire des gestes, gesticuler;<br /><b>2</b> prendre un extérieur, se donner une contenance ; feindre;<br /><b>3</b> exécuter des figures de danse, danser.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχηματίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., [[λαμβάνω]] μορφήν τινα ἢ [[σχῆμα]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολυδ. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., [[ὡσαύτως]], προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες [[σχῆμα]] [[ὅπερ]] λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[σχηματίζω]] ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι [[κάμνω]] τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι [[τάχα]]..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[σχηματίζω]], μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον [[σχῆμα]] (ἐξυπακουομ. τὸ [[ὀθόνιον]]) δίδω εἰς τὸ [[πανίον]] [[σχῆμα]] τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον [[μέρος]] πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ [[πρόσωπον]] εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, [[στολίζω]], ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ [[εὐθέως]] εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, [[ὕφος]] πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, [[λαμβάνω]] στάσιν [[ὅπως]] ζωγραφηθῶ, [[αὐτόθι]] 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. [[λαμβάνω]] διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, [[μεταβάλλω]] πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά [[αὐτόθι]] 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. [[χειμάζω]]. 5) [[προσαρμόζω]], τι [[πρός]] τι Γεωπ. 6) [[σχηματίζω]] λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134.
|elnltext=σχηματίζω [σχῆμα] met acc. vormen, een bepaalde vorm of houding geven: met acc. en acc. v. h. inw. obj..; ( ἄχνην ) σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (het verbandmateriaal) de passende vorm geven Hp. Art. 37; met acc. en pred. adj..; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ’ ὕβρει σ. zijn arm ontbloten als offensief gebaar Plut. TG et CG 34(13).4; σχηματίζοντες ἑαυτούς terwijl zij danshoudingen aannemen Luc. 45.17; ook med..; σχηματίζεται κόμην zij schikt haar haar Eur. Med. 1161; overdr. voor de vorm erop nahouden:; ἣν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται (de praal) die zij voor de vorm tegenover de buitenwereld erop nahouden Plat. Resp. 577a; spec. perf. pass.. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς het schild is van een embleem voorzien Aeschl. Sept. 465. intrans. een houding aannemen:; οὐ σχηματίζειν βούλομ ( αι ) ik wil geen capriolen uithalen Aristoph. Pax. 324; med. met inf.:; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι zij geven voor dom te zijn Plat. Prot. 342b; milit. een formatie innemen, zich op een bepaalde manier formeren: met acc. v. h. inw. obj.. ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις de opstellingen die de legers in gevechten aannemen Plat. Resp. 526d.
}}
{{elru
|elrutext='''σχημᾰτίζω:''' (fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)<br /><b class="num">1)</b> давать форму, придавать вид, т. е. образовывать, формировать (τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.): τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. естественные образования; τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. все оформленное возникает из бесформенности; τὸν βραχίονα ἐφ᾽ ὕβρει σ. Plut. делать рукой насмешливый жест;<br /><b class="num">2)</b> [[убирать]], [[украшать]] (τι πρὸς τὸ [[βέλτιον]] Diod.): ἐσχημάτισται ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. щит был разукрашен не как-нибудь; σχηματίζεσθαι κόμην Eur. убирать свои волосы, причесываться;<br /><b class="num">3)</b> [[сопровождать жестами]]: οἱ σχηματιζόμενοι ῥυθμοί Arst. ритмические телодвижения;<br /><b class="num">4)</b> [[выражать свои чувства жестами]], [[жестикулировать]] Xen.;<br /><b class="num">5)</b> [[танцевать]], [[плясать]] Arph.;<br /><b class="num">6)</b> [[изображать]], [[представлять]]: τὰ σχήματα σ. Plat. принимать позы; πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. напускать на себя важность;<br /><b class="num">7)</b> воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции (ἐν ταῖς μάχαις Plat.);<br /><b class="num">8)</b> med. [[притворяться]], [[прикидываться]]: ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. он сделал вид, что знает; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. они прикидываются неучеными; ἐσχηματισμένος Plat. притворяющийся, притворный.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], εξωραΐζω, σε Λουκ.· [[χειρονομώ]], κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν.
|lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], εξωραΐζω, σε Λουκ.· [[χειρονομώ]], κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχημᾰτίζω:''' (fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)<br /><b class="num">1)</b> давать форму, придавать вид, т. е. образовывать, формировать (τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.): τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. естественные образования; τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. все оформленное возникает из бесформенности; τὸν βραχίονα ἐφ᾽ ὕβρει σ. Plut. делать рукой насмешливый жест;<br /><b class="num">2)</b> [[убирать]], [[украшать]] (τι πρὸς τὸ [[βέλτιον]] Diod.): ἐσχημάτισται ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. щит был разукрашен не как-нибудь; σχηματίζεσθαι κόμην Eur. убирать свои волосы, причесываться;<br /><b class="num">3)</b> [[сопровождать жестами]]: οἱ σχηματιζόμενοι ῥυθμοί Arst. ритмические телодвижения;<br /><b class="num">4)</b> [[выражать свои чувства жестами]], [[жестикулировать]] Xen.;<br /><b class="num">5)</b> [[танцевать]], [[плясать]] Arph.;<br /><b class="num">6)</b> [[изображать]], [[представлять]]: τὰ σχήματα σ. Plat. принимать позы; πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. напускать на себя важность;<br /><b class="num">7)</b> воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции (ἐν ταῖς μάχαις Plat.);<br /><b class="num">8)</b> med. [[притворяться]], [[прикидываться]]: ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. он сделал вид, что знает; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. они прикидываются неучеными; ἐσχηματισμένος Plat. притворяющийся, притворный.
|lstext='''σχηματίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., [[λαμβάνω]] μορφήν τινα ἢ [[σχῆμα]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολυδ. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., [[ὡσαύτως]], προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες [[σχῆμα]] [[ὅπερ]] λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[σχηματίζω]] ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι [[κάμνω]] τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι [[τάχα]]..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[σχηματίζω]], μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον [[σχῆμα]] (ἐξυπακουομ. τὸ [[ὀθόνιον]]) δίδω εἰς τὸ [[πανίον]] [[σχῆμα]] τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον [[μέρος]] πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ [[πρόσωπον]] εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, [[στολίζω]], ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ [[εὐθέως]] εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, [[ὕφος]] πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, [[λαμβάνω]] στάσιν [[ὅπως]] ζωγραφηθῶ, [[αὐτόθι]] 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. [[λαμβάνω]] διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, [[μεταβάλλω]] πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά [[αὐτόθι]] 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. [[χειμάζω]]. 5) [[προσαρμόζω]], τι [[πρός]] τι Γεωπ. 6) [[σχηματίζω]] λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134.
}}
{{elnl
|elnltext=σχηματίζω [σχῆμα] met acc. vormen, een bepaalde vorm of houding geven: met acc. en acc. v. h. inw. obj..; ( ἄχνην ) σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (het verbandmateriaal) de passende vorm geven Hp. Art. 37; met acc. en pred. adj..; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ’ ὕβρει σ. zijn arm ontbloten als offensief gebaar Plut. TG et CG 34(13).4; σχηματίζοντες ἑαυτούς terwijl zij danshoudingen aannemen Luc. 45.17; ook med..; σχηματίζεται κόμην zij schikt haar haar Eur. Med. 1161; overdr. voor de vorm erop nahouden:; ἣν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται (de praal) die zij voor de vorm tegenover de buitenwereld erop nahouden Plat. Resp. 577a; spec. perf. pass.. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς het schild is van een embleem voorzien Aeschl. Sept. 465. intrans. een houding aannemen:; οὐ σχηματίζειν βούλομ ( αι ) ik wil geen capriolen uithalen Aristoph. Pax. 324; med. met inf.:; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι zij geven voor dom te zijn Plat. Prot. 342b; milit. een formatie innemen, zich op een bepaalde manier formeren: met acc. v. h. inw. obj.. ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις de opstellingen die de legers in gevechten aannemen Plat. Resp. 526d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχηματίζω]], [from [[σχῆμα]] [Pass., perf. ἐσχημάτισμαι Arist., v. infr. II.; but in [[sense]] of Mid., v. I. 2]<br /><b class="num">I.</b> intr. to [[assume]] a [[certain]] [[form]], [[figure]], [[posture]] or [[position]], Plat.: absol. to [[gesticulate]], [[dance]] figures, Ar.:—Mid., προστάσεως ἣν σχηματίζονται of the [[pompous]] [[appearance]] [[which]] they [[assume]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> in Mid. also, to demean [[oneself]] in a [[certain]] way, make a [[show]] of [[being]] or doing, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται he made as if he knew him, Plat.; c. inf., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] they [[pretend]] to be [[ignorant]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[give]] a [[certain]] [[form]] to a [[thing]], to [[form]], [[fashion]], Plut.:—Mid., σχηματίζεσθαι κόμην to [[arrange]] one's [[hair]], Eur.:—Pass. to be fashioned, Aesch.; also to [[deck]] out, [[dress]] up, [[embellish]], Luc.; to [[gesticulate]], Xen.
|mdlsjtxt=[[σχηματίζω]], [from [[σχῆμα]] [Pass., perf. ἐσχημάτισμαι Arist., v. infr. II.; but in [[sense]] of Mid., v. I. 2]<br /><b class="num">I.</b> intr. to [[assume]] a [[certain]] [[form]], [[figure]], [[posture]] or [[position]], Plat.: absol. to [[gesticulate]], [[dance]] figures, Ar.:—Mid., προστάσεως ἣν σχηματίζονται of the [[pompous]] [[appearance]] [[which]] they [[assume]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> in Mid. also, to demean [[oneself]] in a [[certain]] way, make a [[show]] of [[being]] or doing, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται he made as if he knew him, Plat.; c. inf., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] they [[pretend]] to be [[ignorant]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[give]] a [[certain]] [[form]] to a [[thing]], to [[form]], [[fashion]], Plut.:—Mid., σχηματίζεσθαι κόμην to [[arrange]] one's [[hair]], Eur.:—Pass. to be fashioned, Aesch.; also to [[deck]] out, [[dress]] up, [[embellish]], Luc.; to [[gesticulate]], Xen.
}}
}}