Anonymous

συμπαρακαλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> exhorter ensemble;<br /><b>2</b> inviter en même temps, acc.;<br /><b>3</b> demander <i>ou</i> réclamer en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακαλέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> exhorter ensemble;<br /><b>2</b> inviter en même temps, acc.;<br /><b>3</b> demander <i>ou</i> réclamer en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακαλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπαρακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι [[προσέτι]], συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας [[αὐτόθι]] 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς [[κἀγὼ]] συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.
|elnltext=συμ-παρακαλέω tegelijk erbij roepen of uitnodigen of te hulp roepen; met ἐπί + acc., met εἰς + acc. voor iets. samen troosten. NT Rom. 1.12.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[призывать]], [[приглашать]] (ἐπὶ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τὴν θήραν Xen.): σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. предложить союзникам прислать (своих) послов;<br /><b class="num">2)</b> [[призывать в молитвах]] (ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[совместно убеждать]], [[увещевать]] (τινα Polyb., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[совместно утешать]] (συμπαρακληθῆναι διά τινος NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συμπαρακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσκαλώ]] ή [[παραινώ]] μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ζητώ συγχρόνως, τι ἀπό τινος, σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαρακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσκαλώ]] ή [[παραινώ]] μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ζητώ συγχρόνως, τι ἀπό τινος, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαρακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[призывать]], [[приглашать]] (ἐπὶ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τὴν θήραν Xen.): σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. предложить союзникам прислать (своих) послов;<br /><b class="num">2)</b> [[призывать в молитвах]] (ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[совместно убеждать]], [[увещевать]] (τινα Polyb., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[совместно утешать]] (συμπαρακληθῆναι διά τινος NT).
|lstext='''συμπαρακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ [[ὁμοῦ]], ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι [[προσέτι]], συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας [[αὐτόθι]] 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς [[κἀγὼ]] συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παρακαλέω tegelijk erbij roepen of uitnodigen of te hulp roepen; met ἐπί + acc., met εἰς + acc. voor iets. samen troosten. NT Rom. 1.12.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj