Anonymous

σύνεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> rencontre, jonction (de deux fleuves);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> compréhension, intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[συνίημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> rencontre, jonction (de deux fleuves);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> compréhension, intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[συνίημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύνεσις''': Ἀττ. ξύνεσις, εως, ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ἐπὶ ποταμῶν ἢ ῥευμάτων, [[συμβολή]], πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν, «λέγει ξύνεσιν κατὰ τοὺς παλαιοὺς συνάφεσιν καὶ εἰς ταὐτὸ συμβολὴν ποταμῶν» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 515 (ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ [[χάριν]] τοῦ μέτρου)· ἡ τῶν δύο γραμμῶν σ. εἰς ἓν Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. 133Β· ἡ τῶν ὅλων σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 674. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ [[ταχέως]] ἀντιλαμβάνεσθαι, εὐφυΐα, ὀξύνοια, Θουκ. 2. 62., 3. 82, κτλ.· οἰκείᾳ ξυνέσει, ἀντίκειται τῇ μαθήσει (ἐπὶ τοῦ Θεμιστοκλέους) ὁ αὐτ. 1. 138, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 412Α, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 10, καὶ ἴδε [[συνετός]]· [[ὅθεν]] ἐπὶ ζῴων, ὃ ([[ζῷον]]) συνέσει... ὑπερέχει τῶν ἄλλων Πλάτ. Μενέξ. 237D. πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2· ― φράσεις: εἴ τις σύνεσιν ἔχει Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 7. 49· ἀρκεῖν ξυνέσει Εὐρ. Τρῳ. 669· ξ. καὶ [[σοφία]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 655· φρόνησίς τε καὶ ξ. Πλάτ. Κρατ. 411Α· σ. λαβεῖν, ἐπὶ παιδίων, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12. 2· ― [[ὡσαύτως]] προστιθεμένου προσδιορισμοῦ, σ. φρενῶν Πινδ. Ν. 7. 88· ξ. γνώμης Θουκ. 1. 75· σ. πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14· ἡ περὶ διάνοιαν σ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1. 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμένου, εὐφυΐα πρὸς τι [[πρᾶγμα]], ὀξύνοια, ταχύτης ἀντιλήψεως ὡς [[πρός]] τι, Πλάτ. Κρατ. 412C, Διόδ. 1. 1· [[περί]] τινος Θουκ. 2. 97· οὕτω, σ. πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 14. ΙΙΙ. = [[συνείδησις]], Εὐρ. Ὀρ. 396, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86, Πολύβ. 18. 26, 13. IV. ἐπὶ ἀντικειμενικῆς ἐννοίας, [[κλάδος]] τέχνης ἢ ἐπιστήμης, οἱ περὶ τὴν σ. ταύτην, δηλ. τὴν μουσικήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ― [[ὡσαύτως]], [[γνῶσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἄγνοια]], ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 5, 13. (Ἡ [[σημασία]] Ι ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος γενομένην ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ συνιέναι ([[σύνειμι]]), συνέρχεσθαι· ἀλλ’ αἱ ἄλλαι σημασίαι ἀποκλίνουσι [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[συνίημι]] ΙΙ, ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 10, 4).<br />ἡ. Εἰς τὰς [[μέχρι]] τοῦδε γνωστὰς σημασίας τῆς λέξεως προστεθήτω καὶ ἡ τῆς προφορικῆς ἢ ἐγγράφου γνωστοποιήσεως [[εἴτε]] ἐκθέσεως (rapport), ἣν εὑρίσκομεν ἐν τῇ Ἐπιγρ. Ἀνδανίας παρὰ L. et F. 326a, [[ἔνθα]] § 23 ἀναγινώσκονται τά: συνέσιος ἀναφορᾶς· οἱ ἱεροὶ ὅσα κα διοικήσωντι ἐν τᾷ παναγύρει ἢ κατακρίνωντί τινας, σύνεσιν ἀνενεγκάντω εἰς τὸ [[πρυτανεῖον]], Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|elnltext=σύνεσις -εως, ἡ, ep. en Att. ook ξύνεσις [συνίεμαι ( συνίημι )] samenvloeiing. Od. 10.515. begrip, inzicht, verstand, intelligentie:; σύνεσιν ἔχειν inzicht hebben Hdt.; ξυνέσει … ἄχρηστον ( ἔφυ ) (het dier) maakt (van nature) geen gebruik van verstand Eur. Tr. 672; σύνεσιν ἢ αἴσθησιν λαβόντα wanneer ze begrip of waarneming hebben gekregen Aristot. EN 1161b26; met gen. subj..; γνώμης ξ. de verstandigheid van onze beslissing Thuc. 1.75.1; met gen. obj..; ἡ τοῦ δικαίου σύνεσις het inzicht in wat rechtvaardig is Plat. Crat. 412c; concreet tak van kennis, wetenschap. Aristot. Pol. 1342b8.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[соединение]], [[встреча]], [[слияние]] ([[δύω]] ποταμῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[рассудок]], [[здравый смысл]] (φρόνησίς τε καὶ ξ. Plat.): [[ὅστις]] γε σύνεσιν ἔχοι Her. всякий здравомыслящий человек;<br /><b class="num">3)</b> [[благоразумие]], [[здравость]] (φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> [[понятливость]], [[сообразительность]], [[ум]], Thuc., Plat., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[понимание]], [[знание]] (περί τινος Thuc.): ἡ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. даваемое исторической наукой понимание;<br /><b class="num">6)</b> (нравственное), [[сознание]], [[совесть]], Eur., Men., Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> [[отрасль знания]], [[наука]] Arst.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σύνεσις:''' Αττ. [[ξύνεσις]], ἡ [σύν-εμι ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ποταμούς, [[συμβολή]], [[συνάντηση]] [[δύο]] ρευμάτων ή ποταμών· [[ξύνεσις]] [[δύω]] ποταμῶν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[συνίημι]]) γρήγορη [[αντίληψη]], ευφυΐα, [[αγχίνοια]], [[ευστροφία]], [[οξύνοια]], σε Θουκ.· λέγεται για ζώα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[οξύνοια]] που επιδεικνύεται σε [[κάτι]], [[ταχύτητα]] αντιλήψεως σε [[σχέση]] με [[κάτι]], στον ίδ.· [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> = [[συνείδησις]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κλάδος]] τέχνης ή επιστήμης, σε Αριστ.
|lsmtext='''σύνεσις:''' Αττ. [[ξύνεσις]], ἡ [σύν-εμι ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ποταμούς, [[συμβολή]], [[συνάντηση]] [[δύο]] ρευμάτων ή ποταμών· [[ξύνεσις]] [[δύω]] ποταμῶν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[συνίημι]]) γρήγορη [[αντίληψη]], ευφυΐα, [[αγχίνοια]], [[ευστροφία]], [[οξύνοια]], σε Θουκ.· λέγεται για ζώα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[οξύνοια]] που επιδεικνύεται σε [[κάτι]], [[ταχύτητα]] αντιλήψεως σε [[σχέση]] με [[κάτι]], στον ίδ.· [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> = [[συνείδησις]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κλάδος]] τέχνης ή επιστήμης, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύνεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[соединение]], [[встреча]], [[слияние]] ([[δύω]] ποταμῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[рассудок]], [[здравый смысл]] (φρόνησίς τε καὶ ξ. Plat.): [[ὅστις]] γε σύνεσιν ἔχοι Her. всякий здравомыслящий человек;<br /><b class="num">3)</b> [[благоразумие]], [[здравость]] (φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> [[понятливость]], [[сообразительность]], [[ум]], Thuc., Plat., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> [[понимание]], [[знание]] (περί τινος Thuc.): ἡ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. даваемое исторической наукой понимание;<br /><b class="num">6)</b> (нравственное), [[сознание]], [[совесть]], Eur., Men., Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> [[отрасль знания]], [[наука]] Arst.
|lstext='''σύνεσις''': Ἀττ. ξύνεσις, εως, ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ἐπὶ ποταμῶν ἢ ῥευμάτων, [[συμβολή]], πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν, «λέγει ξύνεσιν κατὰ τοὺς παλαιοὺς συνάφεσιν καὶ εἰς ταὐτὸ συμβολὴν ποταμῶν» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 515 (ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ [[χάριν]] τοῦ μέτρου)· ἡ τῶν δύο γραμμῶν σ. εἰς ἓν Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. 133Β· ἡ τῶν ὅλων σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 674. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ [[ταχέως]] ἀντιλαμβάνεσθαι, εὐφυΐα, ὀξύνοια, Θουκ. 2. 62., 3. 82, κτλ.· οἰκείᾳ ξυνέσει, ἀντίκειται τῇ μαθήσει (ἐπὶ τοῦ Θεμιστοκλέους) ὁ αὐτ. 1. 138, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 412Α, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 10, καὶ ἴδε [[συνετός]]· [[ὅθεν]] ἐπὶ ζῴων, ὃ ([[ζῷον]]) συνέσει... ὑπερέχει τῶν ἄλλων Πλάτ. Μενέξ. 237D. πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2· ― φράσεις: εἴ τις σύνεσιν ἔχει Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 7. 49· ἀρκεῖν ξυνέσει Εὐρ. Τρῳ. 669· ξ. καὶ [[σοφία]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 655· φρόνησίς τε καὶ ξ. Πλάτ. Κρατ. 411Α· σ. λαβεῖν, ἐπὶ παιδίων, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12. 2· ― [[ὡσαύτως]] προστιθεμένου προσδιορισμοῦ, σ. φρενῶν Πινδ. Ν. 7. 88· ξ. γνώμης Θουκ. 1. 75· σ. πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14· ἡ περὶ διάνοιαν σ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1. 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμένου, εὐφυΐα πρὸς τι [[πρᾶγμα]], ὀξύνοια, ταχύτης ἀντιλήψεως ὡς [[πρός]] τι, Πλάτ. Κρατ. 412C, Διόδ. 1. 1· [[περί]] τινος Θουκ. 2. 97· οὕτω, σ. πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 14. ΙΙΙ. = [[συνείδησις]], Εὐρ. Ὀρ. 396, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86, Πολύβ. 18. 26, 13. IV. ἐπὶ ἀντικειμενικῆς ἐννοίας, [[κλάδος]] τέχνης ἢ ἐπιστήμης, οἱ περὶ τὴν σ. ταύτην, δηλ. τὴν μουσικήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ― [[ὡσαύτως]], [[γνῶσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἄγνοια]], ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 5, 13. (Ἡ [[σημασία]] Ι ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος γενομένην ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ συνιέναι ([[σύνειμι]]), συνέρχεσθαι· ἀλλ’ αἱ ἄλλαι σημασίαι ἀποκλίνουσι [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[συνίημι]] ΙΙ, ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 10, 4).<br />ἡ. Εἰς τὰς [[μέχρι]] τοῦδε γνωστὰς σημασίας τῆς λέξεως προστεθήτω καὶ ἡ τῆς προφορικῆς ἐγγράφου γνωστοποιήσεως [[εἴτε]] ἐκθέσεως (rapport), ἣν εὑρίσκομεν ἐν τῇ Ἐπιγρ. Ἀνδανίας παρὰ L. et F. 326a, [[ἔνθα]] § 23 ἀναγινώσκονται τά: συνέσιος ἀναφορᾶς· οἱ ἱεροὶ ὅσα κα διοικήσωντι ἐν τᾷ παναγύρει ἢ κατακρίνωντί τινας, σύνεσιν ἀνενεγκάντω εἰς τὸ [[πρυτανεῖον]], Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{elnl
|elnltext=σύνεσις -εως, , ep. en Att. ook ξύνεσις [συνίεμαι ( συνίημι )] samenvloeiing. Od. 10.515. begrip, inzicht, verstand, intelligentie:; σύνεσιν ἔχειν inzicht hebben Hdt.; ξυνέσει … ἄχρηστον ( ἔφυ ) (het dier) maakt (van nature) geen gebruik van verstand Eur. Tr. 672; σύνεσιν αἴσθησιν λαβόντα wanneer ze begrip of waarneming hebben gekregen Aristot. EN 1161b26; met gen. subj..; γνώμης ξ. de verstandigheid van onze beslissing Thuc. 1.75.1; met gen. obj..; ἡ τοῦ δικαίου σύνεσις het inzicht in wat rechtvaardig is Plat. Crat. 412c; concreet tak van kennis, wetenschap. Aristot. Pol. 1342b8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj