Anonymous

σύστρεμμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui se pelotonne <i>ou</i> se condense, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> rouleau, peloton ; <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> troupe d'hommes ; <i>spécial.</i> corps de 1024 h. d'infanterie légère;<br /><b>2</b> condensation <i>ou</i> dépôt d'humeurs, abcès;<br /><b>3</b> sorte de concrétions mêlées aux excréments;<br /><b>II.</b> averse de pluie, trombe d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[συστρέφω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui se pelotonne <i>ou</i> se condense, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> rouleau, peloton ; <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> troupe d'hommes ; <i>spécial.</i> corps de 1024 h. d'infanterie légère;<br /><b>2</b> condensation <i>ou</i> dépôt d'humeurs, abcès;<br /><b>3</b> sorte de concrétions mêlées aux excréments;<br /><b>II.</b> averse de pluie, trombe d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[συστρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύστρεμμα''': τό, πᾶν πράγμα [[ὁμοῦ]] συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· [[ὅθεν]], 1) [[σφαῖρα]], «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. σπεῖον· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, [[ὄχλος]], [[συρροή]], Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― [[μάλιστα]] [[σῶμα]] ἐκ 1024 ἀνδρῶν, [[ὅθεν]] συστρεμματάρχης, Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.
|elnltext=σύστρεμμα -ατος, τό [συστρέφω] bal geneesk.: tumor, knobbel. klomp, klont.
}}
{{elru
|elrutext='''σύστρεμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сборище]], [[куча]], [[толпа]], Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[шарик]], [[капля]] (ὄμβρου συστρέμματα Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύστρεμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· [[πλήθος]] ανθρώπων, άτακτη [[συρροή]], [[ανάμεικτος]] όχλος, σε Πολύβ.
|lsmtext='''σύστρεμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· [[πλήθος]] ανθρώπων, άτακτη [[συρροή]], [[ανάμεικτος]] όχλος, σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύστρεμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сборище]], [[куча]], [[толпа]], Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[шарик]], [[капля]] (ὄμβρου συστρέμματα Arst.).
|lstext='''σύστρεμμα''': τό, πᾶν πράγμα [[ὁμοῦ]] συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· [[ὅθεν]], 1) [[σφαῖρα]], «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. σπεῖον· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, [[ὄχλος]], [[συρροή]], Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― [[μάλιστα]] [[σῶμα]] ἐκ 1024 ἀνδρῶν, [[ὅθεν]] συστρεμματάρχης, Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύστρεμμα -ατος, τό [συστρέφω] bal geneesk.: tumor, knobbel. klomp, klont.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύστρεμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] [[twisted]] up [[together]]: a [[body]] of men, a [[crowd]], [[concourse]], Polyb. [from [[συστρέφω]]
|mdlsjtxt=[[σύστρεμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] [[twisted]] up [[together]]: a [[body]] of men, a [[crowd]], [[concourse]], Polyb. [from [[συστρέφω]]
}}
}}