Anonymous

συνωρίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> paire d'animaux, <i>particul.</i> de chevaux attelés ensemble ; char à deux chevaux;<br /><b>2</b> paire, couple;<br /><b>II.</b> lien pour les deux mains <i>ou</i> les deux pieds ; <i>sel. d'autres</i> couple.<br />'''Étymologie:''' [[συνήορος]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> paire d'animaux, <i>particul.</i> de chevaux attelés ensemble ; char à deux chevaux;<br /><b>2</b> paire, couple;<br /><b>II.</b> lien pour les deux mains <i>ou</i> les deux pieds ; <i>sel. d'autres</i> couple.<br />'''Étymologie:''' [[συνήορος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνωρίς''': -ίδος, ἡ, ([[συνήορος]]) [[ζεῦγος]] ἵππων, Εὐρ. Ρῆσ. 987, Ἀριστοφ. Νεφ. 1302, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Κωμικ. Ἀνώνυμ. 98· ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ σ. Ποιητὴς παρ’ Εὐσταθ. 1539. 31· συν. πωλικὴ Παυσ. 10. 7, 8, πρβλ. 5. 8, 10· [[ὡσαύτως]] ἡμιόνων, ὁ αὐτ. 5. 9, 2· ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Πολύβ. 31. 3, 11· [[νόμισμα]] φέρον εἰκόνα ἢ τύπον συνωρίδος (πρβλ. [[πῶλος]] ΙΙ), Εὐρ. Ἀποσπ. 676· ― πρβλ. [[ζεῦγος]] Ι. 2. 2) [[καθόλου]], [[ζεῦγος]] οἱονδήποτε, ὡς τὸ Λατ. biga, δίλοχον, ἄτην. φοινίαν ξυνωρίδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 643, Ἀποσπ. 298, Σοφ. Ο. Κ. 895, Εὐρ. Μήδ. 1145. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, δεσμὰ διὰ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, δεσμὰ δένοντα κατὰ ζεύγη, Αἰσχύλ. Χο. 982· [[ὅπου]] γὰρ δεσμὰ συζυγοῦσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξ. τῆσδε καρτερωτέρα; ποῖον [[ζεῦγος]] ἰσχυρότερον τούτου; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 311. (Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνηθέστατα κεῖται ἐν τῷ ἀρχαίῳ Ἀττικῷ τύπῳ [[ξυνωρίς]]).
|elnltext=συνωρίς -ίδος, ἡ, Att. ook ξυνωρίς [συνήορος] tweespan, ook overdr.:; πέδας... ξυνωρίδος ποδοῖν de boeien aan het tweespan van zijn voeten Aeschl. Ch. 982; koppel, paar (van personen en zaken):. τέκνων Eur. Med. 1145.
}}
{{elru
|elrutext='''συνωρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пара запряженных лошадей]] Eur., Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[парная запряжка]] (ἐλεφάντων Polyb.): σ. πωλική Luc. колесница, запряженная парой коней;<br /><b class="num">3)</b> [[пара]], [[двое]], [[два]]: τέκνων ξ. Soph., Eur. двое детей; φοινία σ. Aesch. смертоносная пара, т. е. огонь и меч войны;<br /><b class="num">4)</b> [[монета с изображением пароконной колесницы]] Eur.;<br /><b class="num">5)</b> [[оковы]], [[узы]] (ποδοῖν ξ. Aesch.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνωρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[συνήορος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ζεύγος]] αλόγων, Λατ. [[biga]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, οποιοδήποτε [[ζεύγος]], [[ζευγάρι]], [[δυάδα]], σε Τραγ.· ποδοῖν [[ξυνωρίς]], [[δεσμά]] που προορίζονται για τα πόδια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συνωρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[συνήορος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ζεύγος]] αλόγων, Λατ. [[biga]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, οποιοδήποτε [[ζεύγος]], [[ζευγάρι]], [[δυάδα]], σε Τραγ.· ποδοῖν [[ξυνωρίς]], [[δεσμά]] που προορίζονται για τα πόδια, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνωρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пара запряженных лошадей]] Eur., Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[парная запряжка]] (ἐλεφάντων Polyb.): σ. πωλική Luc. колесница, запряженная парой коней;<br /><b class="num">3)</b> [[пара]], [[двое]], [[два]]: τέκνων ξ. Soph., Eur. двое детей; φοινία σ. Aesch. смертоносная пара, т. е. огонь и меч войны;<br /><b class="num">4)</b> [[монета с изображением пароконной колесницы]] Eur.;<br /><b class="num">5)</b> [[оковы]], [[узы]] (ποδοῖν ξ. Aesch.).
|lstext='''συνωρίς''': -ίδος, ἡ, ([[συνήορος]]) [[ζεῦγος]] ἵππων, Εὐρ. Ρῆσ. 987, Ἀριστοφ. Νεφ. 1302, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Κωμικ. Ἀνώνυμ. 98· ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ σ. Ποιητὴς παρ’ Εὐσταθ. 1539. 31· συν. πωλικὴ Παυσ. 10. 7, 8, πρβλ. 5. 8, 10· [[ὡσαύτως]] ἡμιόνων, ὁ αὐτ. 5. 9, 2· ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Πολύβ. 31. 3, 11· [[νόμισμα]] φέρον εἰκόνα ἢ τύπον συνωρίδος (πρβλ. [[πῶλος]] ΙΙ), Εὐρ. Ἀποσπ. 676· ― πρβλ. [[ζεῦγος]] Ι. 2. 2) [[καθόλου]], [[ζεῦγος]] οἱονδήποτε, ὡς τὸ Λατ. biga, δίλοχον, ἄτην. φοινίαν ξυνωρίδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 643, Ἀποσπ. 298, Σοφ. Ο. Κ. 895, Εὐρ. Μήδ. 1145. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, δεσμὰ διὰ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, δεσμὰ δένοντα κατὰ ζεύγη, Αἰσχύλ. Χο. 982· [[ὅπου]] γὰρ δεσμὰ συζυγοῦσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξ. τῆσδε καρτερωτέρα; ποῖον [[ζεῦγος]] ἰσχυρότερον τούτου; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 311. (Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνηθέστατα κεῖται ἐν τῷ ἀρχαίῳ Ἀττικῷ τύπῳ [[ξυνωρίς]]).
}}
{{elnl
|elnltext=συνωρίς -ίδος, ἡ, Att. ook ξυνωρίς [συνήορος] tweespan, ook overdr.:; πέδας... ξυνωρίδος ποδοῖν de boeien aan het tweespan van zijn voeten Aeschl. Ch. 982; koppel, paar (van personen en zaken):. τέκνων Eur. Med. 1145.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj