Anonymous

ψεκτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />blâmable.<br />'''Étymologie:''' [[ψέγω]].
|btext=ή, όν :<br />blâmable.<br />'''Étymologie:''' [[ψέγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψεκτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[μεμπτός]], ὃν δύναταί τις νὰ ψέξῃ, νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ κατηγορήσῃ, ἀντίθετον τῷ [[ἐπαινετός]], Πλάτ. Κρατ. 416D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 8. κλπ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.
|elnltext=ψεκτός -ή -όν [ψέγω] laakbaar, kwalijk.
}}
{{elru
|elrutext='''ψεκτός:''' [adj. verb. к [[ψέγω]] достойный порицания, недостойный, зазорный Plat., Arst., Polyb., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψεκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., [[μεμπτός]], αυτός τον οποίον μπορεί [[κάποιος]] να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ψεκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., [[μεμπτός]], αυτός τον οποίον μπορεί [[κάποιος]] να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψεκτός:''' [adj. verb. к [[ψέγω]] достойный порицания, недостойный, зазорный Plat., Arst., Polyb., Plut.
|lstext='''ψεκτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., [[μεμπτός]], ὃν δύναταί τις νὰ ψέξῃ, νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ κατηγορήσῃ, ἀντίθετον τῷ [[ἐπαινετός]], Πλάτ. Κρατ. 416D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 8. κλπ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.
}}
{{elnl
|elnltext=ψεκτός --όν [ψέγω] laakbaar, kwalijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψεκτός]], ή, όν verb. adj.]<br />blamed, blameable, Plat.
|mdlsjtxt=[[ψεκτός]], ή, όν verb. adj.]<br />blamed, blameable, Plat.
}}
}}