Anonymous

σύρμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ondulation d'un reptile;<br /><b>2</b> litière, paille, fumier.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ondulation d'un reptile;<br /><b>2</b> litière, paille, fumier.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύρμα''': τό, ([[σύρω]]) πᾶν τὸ συρόμενον κατὰ γῆς: 1) θεατρικὴ ἐσθὴς μετὰ μακρᾶς οὐρᾶς, Πολυδ. Ζ΄, 67, Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 1. 19· syrma παρὰ Ἰουβεν. 8. 229, Μαρτιάλ., πρβλ. [[σύρω]] Ι, συρτὸς ΙΙ· ― περίφρ., [[σύρμα]] πλοκάμων, μακρὰ καὶ κυματίζουσα [[κόμη]], Ἀνθ. Π. 5. 13· σ. τερηδόνος, μακρὸς [[σκώληξ]], ἕρπων [[σκώληξ]] τοῦ ξύλου, [[αὐτόθι]] 12. 190. 2) σωρὸς ἀχύρων ἢ χόρτων χρησιμευόντων ὡς [[στρωμνή]], ὄνον σύρματ’ ἂν ἐλέσθαι [[μᾶλλον]] ἢ χρυσὸν Ἡρακλείδ. ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 5, 8. πρβλ. [[συρφετός]]. 3) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἐξ οὗ τὸ δέρμα ἀπεσπάσθη, Λατ. desquamatum, Ἱππ. 1133 C, πρβλ. [[ἀπόσυρμα]] Ι. ΙΙ. τὸ σύρειν ἢ σύρεσθαι, ἡ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι [[κίνησις]], τὸ ἕρπειν, μόσχων Διον. Ἁλ. Ἀπολλ. 23· ἐπὶ ὄφεων, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, Δίων Χρυσ. 1. 193· ― σ. Ἀντιγόνης, [[τόπος]] ἐν Θήβαις, [[ἔνθα]] ἐλέγετο ὅτι ἡ Ἀντιγόνη εἶχε σύρῃ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Πoλυδεύκους πρὸς τὴν νεκρικὴν πυρὰν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἐτεοκλέους, Παυσ. 9. 25, 2. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ, τὸ σύρειν ἢ ἐπιμηκύνειν τοὺς τόνους ἢ φθόγγους, Πτολεμ. Ἁρμ. 2. 12.
|elnltext=σύρμα -ατος, τό [σύρω] alleen plur. vuilnis, afval. Heraclit. B 9. geneesk. het schilferen van de huid. Hp. Epid. 4.30.
}}
{{elru
|elrutext='''σύρμα:''' ατος τό [[σύρω]]<br /><b class="num">1)</b> поздн. [[платье с длинным шлейфом]] Juv., Mart., Sen.: σ. πλοκάμων Anth. волна длинных волос; σ. τερηδόνος Anth. длинный древесный червь;<br /><b class="num">2)</b> [[куча мусора]], [[груда соломы]], [[подстилка]] Heracl. ap. Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύρμα:''' -ατος, τό ([[σύρω]]), οτιδήποτε σύρεται [[καταγής]]·<br /><b class="num">1.</b> θεατρική [[εσθήτα]] με [[μακριά]] [[ουρά]], [[syrma]] στον Ιουβεν.· περιφρ., [[σύρμα]] τερηδόνος, μακρύ σε [[μήκος]] [[σκουλήκι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωρός]] από άχυρα ή χόρτα που χρησιμεύει ως [[στρώμα]], [[σωρός]] σκουπιδιών, απορρίμματα, Ηρακλείδ. [[παρά]] Αριστ.
|lsmtext='''σύρμα:''' -ατος, τό ([[σύρω]]), οτιδήποτε σύρεται [[καταγής]]·<br /><b class="num">1.</b> θεατρική [[εσθήτα]] με [[μακριά]] [[ουρά]], [[syrma]] στον Ιουβεν.· περιφρ., [[σύρμα]] τερηδόνος, μακρύ σε [[μήκος]] [[σκουλήκι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωρός]] από άχυρα ή χόρτα που χρησιμεύει ως [[στρώμα]], [[σωρός]] σκουπιδιών, απορρίμματα, Ηρακλείδ. [[παρά]] Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύρμα:''' ατος τό [[σύρω]]<br /><b class="num">1)</b> поздн. [[платье с длинным шлейфом]] Juv., Mart., Sen.: σ. πλοκάμων Anth. волна длинных волос; σ. τερηδόνος Anth. длинный древесный червь;<br /><b class="num">2)</b> [[куча мусора]], [[груда соломы]], [[подстилка]] Heracl. ap. Arst.
|lstext='''σύρμα''': τό, ([[σύρω]]) πᾶν τὸ συρόμενον κατὰ γῆς: 1) θεατρικὴ ἐσθὴς μετὰ μακρᾶς οὐρᾶς, Πολυδ. Ζ΄, 67, Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 1. 19· syrma παρὰ Ἰουβεν. 8. 229, Μαρτιάλ., πρβλ. [[σύρω]] Ι, συρτὸς ΙΙ· ― περίφρ., [[σύρμα]] πλοκάμων, μακρὰ καὶ κυματίζουσα [[κόμη]], Ἀνθ. Π. 5. 13· σ. τερηδόνος, μακρὸς [[σκώληξ]], ἕρπων [[σκώληξ]] τοῦ ξύλου, [[αὐτόθι]] 12. 190. 2) σωρὸς ἀχύρων ἢ χόρτων χρησιμευόντων ὡς [[στρωμνή]], ὄνον σύρματ’ ἂν ἐλέσθαι [[μᾶλλον]] ἢ χρυσὸν Ἡρακλείδ. ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 5, 8. πρβλ. [[συρφετός]]. 3) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἐξ οὗ τὸ δέρμα ἀπεσπάσθη, Λατ. desquamatum, Ἱππ. 1133 C, πρβλ. [[ἀπόσυρμα]] Ι. ΙΙ. τὸ σύρειν ἢ σύρεσθαι, ἡ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι [[κίνησις]], τὸ ἕρπειν, μόσχων Διον. Ἁλ. Ἀπολλ. 23· ἐπὶ ὄφεων, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, Δίων Χρυσ. 1. 193· ― σ. Ἀντιγόνης, [[τόπος]] ἐν Θήβαις, [[ἔνθα]] ἐλέγετο ὅτι ἡ Ἀντιγόνη εἶχε σύρῃ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Πoλυδεύκους πρὸς τὴν νεκρικὴν πυρὰν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἐτεοκλέους, Παυσ. 9. 25, 2. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ, τὸ σύρειν ἢ ἐπιμηκύνειν τοὺς τόνους ἢ φθόγγους, Πτολεμ. Ἁρμ. 2. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=σύρμα -ατος, τό [σύρω] alleen plur. vuilnis, afval. Heraclit. B 9. geneesk. het schilferen van de huid. Hp. Epid. 4.30.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύρμα]], ατος, τό, [[σύρω]]<br />[[anything]] trailed or dragged:<br /><b class="num">1.</b> a theatric [[robe]] with a [[long]] [[train]], [[syrma]] in Juven.:— periphr., ς. τερηδόνος a [[long]] woodworm, Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[sweepings]], [[refuse]], [[litter]], Heraclit. ap. Arist.
|mdlsjtxt=[[σύρμα]], ατος, τό, [[σύρω]]<br />[[anything]] trailed or dragged:<br /><b class="num">1.</b> a theatric [[robe]] with a [[long]] [[train]], [[syrma]] in Juven.:— periphr., ς. τερηδόνος a [[long]] woodworm, Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[sweepings]], [[refuse]], [[litter]], Heraclit. ap. Arist.
}}
}}