Anonymous

τρυφάλεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ας (ἡ) :<br />casque, <i>litt.</i> casque avec un trou pour y fixer le panache.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], [[φάλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />casque, <i>litt.</i> casque avec un trou pour y fixer le panache.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], [[φάλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῠφάλεια''': , Ἐπικὸν [[ὄνομα]] τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Γ. 372, κ. ἀλλ.· [[τρίπτυχος]] Λ. 352· [[αὐλῶπις]] Ν. 530 [[ἵππουρις]] Τ. 382· λευκολόφους τρ., ὡς ὑπερβολικὴ Ἐπικὴ [[φράσις]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[τρίς]], [[φάλος]], = περικεφαλαία ἔχουσα [[τρεῖς]] φάλους, οἰονεὶ [[τριφάλεια]]. Ἀλλ’ ὁ Βουτμᾶν. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ ἐν λ. [[φάλος]] ἐν τέλ., παρατηρεῖ ὅτι [[τρυφάλεια]] [[εἶναι]] γενικὸν [[ὄνομα]] περικεφαλαίας, καὶ οὐχὶ τὸ [[ὄνομα]] ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους αὐτῆς· [[ὅθεν]] παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[τρύω]], καὶ ἑρμηνεύει αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν περικεφαλαίαν ἔχουσαν τετρυπημένον τὸν φάλον [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν λόφον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καταῖτυξ]].
|elnltext=τρυφάλεια -ας, ἡ [~ τέσσαρες, ~ φάληρος] helm.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠφάλεια:''' (φᾰ) шлем Hom., Hes., Arph.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρῠφάλεια:''' ἡ, [[περικεφαλαία]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''τρῠφάλεια:''' ἡ, [[περικεφαλαία]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῠφάλεια:''' (φᾰ) шлем Hom., Hes., Arph.
|lstext='''τρῠφάλεια''': , Ἐπικὸν [[ὄνομα]] τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Γ. 372, κ. ἀλλ.· [[τρίπτυχος]] Λ. 352· [[αὐλῶπις]] Ν. 530 [[ἵππουρις]] Τ. 382· λευκολόφους τρ., ὡς ὑπερβολικὴ Ἐπικὴ [[φράσις]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[τρίς]], [[φάλος]], = περικεφαλαία ἔχουσα [[τρεῖς]] φάλους, οἰονεὶ [[τριφάλεια]]. Ἀλλ’ ὁ Βουτμᾶν. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ ἐν λ. [[φάλος]] ἐν τέλ., παρατηρεῖ ὅτι [[τρυφάλεια]] [[εἶναι]] γενικὸν [[ὄνομα]] περικεφαλαίας, καὶ οὐχὶ τὸ [[ὄνομα]] ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους αὐτῆς· [[ὅθεν]] παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[τρύω]], καὶ ἑρμηνεύει αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν περικεφαλαίαν ἔχουσαν τετρυπημένον τὸν φάλον [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν λόφον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καταῖτυξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρυφάλεια -ας, [~ τέσσαρες, ~ φάληρος] helm.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj