Anonymous

ψαίρω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> faire un bruit léger;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> toucher légèrement, effleurer, raser.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> faire un bruit léger;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> toucher légèrement, effleurer, raser.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψαίρω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ οὐχὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· (ἴδε ψάω)· Ι. μεταβατ., [[ψαύω]] ἐλαφρῶς, οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς... [[οἰωνός]], ἐγγίζει, ψαύει τὸν αἰθέρα, Αἰσχύλ. Πρ. 394· πρβλ. τρίβειν οἶμον· ― [[τρίβω]] ἐλαφρῶς πλύνων, Εὐνάπ. σ. 77. ΙΙ. ἀμετάβ., κινοῦμαι ἐλαφρῶς, [[πάλλω]], τινάσσομαι, ἐπὶ ἀνωμάλου σφυγμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Ἱππ. 643. 45., 655. 54· [[ἐντεῦθεν]], ποιῶ θόρυβον, ὡς τὸ [[ψιθυρίζω]], ἐπὶ τῶν φύλλων κινουμένων καὶ τριβομένων πρὸς ἄλληλα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Λουκ. Τραγῳποδ. 315· ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ἀστέρων, Νικ. Θηρ. 123. (Πιθανώς διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ [[σπαίρω]], [[ἀσπαίρω]], πρβλ. Ψψ. ΙΙ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ψαίρει· τινάσσει, ῥιπίζει», καί, «ψαίρειν· ἀσθενῶς τι ποιεῖν».
|elnltext=ψαίρω [~ ψάω, ~ σαίρω?] strijken langs, licht aanraken, met acc.; intrans. ruisen (van bladeren).
}}
{{elru
|elrutext='''ψαίρω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[задевать]]: οἶμον αἰθέρος ψ. πτεροῖς Aesch. разрезать крыльями воздушное пространство;<br /><b class="num">2)</b> [[издавать шорох]], [[шуршать]], [[шелестеть]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψαίρω:''' μόνο στον ενεστ. ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[τρίβω]], [[ψηλαφώ]], [[αγγίζω]] απαλά· <i>οἶμον αἰθέρος ψαίρει</i>, αγγίζει, ξύνω [[ελαφρά]] τον αέρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κινούμαι [[ελαφρώς]], πάλλομαι, τινάζομαι, θροΐζω, σε Λουκ.
|lsmtext='''ψαίρω:''' μόνο στον ενεστ. ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[τρίβω]], [[ψηλαφώ]], [[αγγίζω]] απαλά· <i>οἶμον αἰθέρος ψαίρει</i>, αγγίζει, ξύνω [[ελαφρά]] τον αέρα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κινούμαι [[ελαφρώς]], πάλλομαι, τινάζομαι, θροΐζω, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψαίρω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[задевать]]: οἶμον αἰθέρος ψ. πτεροῖς Aesch. разрезать крыльями воздушное пространство;<br /><b class="num">2)</b> [[издавать шорох]], [[шуршать]], [[шелестеть]] Luc.
|lstext='''ψαίρω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ οὐχὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· (ἴδε ψάω)· Ι. μεταβατ., [[ψαύω]] ἐλαφρῶς, οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς... [[οἰωνός]], ἐγγίζει, ψαύει τὸν αἰθέρα, Αἰσχύλ. Πρ. 394· πρβλ. τρίβειν οἶμον· ― [[τρίβω]] ἐλαφρῶς πλύνων, Εὐνάπ. σ. 77. ΙΙ. ἀμετάβ., κινοῦμαι ἐλαφρῶς, [[πάλλω]], τινάσσομαι, ἐπὶ ἀνωμάλου σφυγμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Ἱππ. 643. 45., 655. 54· [[ἐντεῦθεν]], ποιῶ θόρυβον, ὡς τὸ [[ψιθυρίζω]], ἐπὶ τῶν φύλλων κινουμένων καὶ τριβομένων πρὸς ἄλληλα ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Λουκ. Τραγῳποδ. 315· ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ἀστέρων, Νικ. Θηρ. 123. (Πιθανώς διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ [[σπαίρω]], [[ἀσπαίρω]], πρβλ. Ψψ. ΙΙ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ψαίρει· τινάσσει, ῥιπίζει», καί, «ψαίρειν· ἀσθενῶς τι ποιεῖν».
}}
{{elnl
|elnltext=ψαίρω [~ ψάω, ~ σαίρω?] strijken langs, licht aanraken, met acc.; intrans. ruisen (van bladeren).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj