3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύκισμα:''' ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ. | |lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur. | |mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur. | ||
}} | }} |