Anonymous

τύκισμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]].
|elnltext=τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.
}}
{{elru
|elrutext='''τύκισμα:''' ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τύκισμα:''' ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur.
|mdlsjtxt=[[τύκισμα]], ατος, τό,<br />a [[working]] of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of [[stone]] worked by [[rule]], opp. to the [[rude]] Cyclopean [[building]], Eur.
}}
}}