Anonymous

σπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> σπουδάσομαι, <i>réc.</i> σπουδάσω, <i>ao.</i> ἐσπούδασα, <i>pf.</i> ἐσπούδακα, <i>pqp.</i> ἐσπουδάκειν;<br /><i>Pass. f.</i> σπουδασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσπουδάσθην, <i>pf.</i> ἐσπούδασμαι;<br /><b>I.</b> être empressé, s'empresser, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> s'appliquer à, s'occuper activement de, acc. seul <i>ou</i> précédé d'une prép. ([[εἰς]], [[ἐπί]], [[πρός]]) <i>ou</i> dat. ; avec un inf. <i>ou avec</i> [[ὡς]] <i>ou</i> [[ὅπως]] : s'efforcer de ; avec un part. : [[σπουδάζω]] διδάσκων XÉN je travaille à instruire (les autres) ; <i>Pass.</i> être fait <i>ou</i> préparé <i>ou</i> obtenu avec peine, avec soin ; τὰ [[μάλα]] ἐσπουδασμένα [[σῖτα]] XÉN les mets les plus exquis;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> être empressé auprès de, s'attacher à, s'intéresser à, prendre parti pour : [[περί]] τινα, [[πρός]] τινα, τινι s'attacher à qqn, prendre soin de lui, de ses intérêts ; σπουδάζεσθαι [[ὑπό]] τινος <i>ou</i> [[πρός]] τινος être aimé, recherché <i>ou</i> protégé par qqn;<br /><b>II.</b> être sérieux ; [[πρός]] τινα avec qqn ; [[περί]] [[τι]], ἔν τινι traiter sérieusement de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]].
|btext=<i>f.</i> σπουδάσομαι, <i>réc.</i> σπουδάσω, <i>ao.</i> ἐσπούδασα, <i>pf.</i> ἐσπούδακα, <i>pqp.</i> ἐσπουδάκειν;<br /><i>Pass. f.</i> σπουδασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσπουδάσθην, <i>pf.</i> ἐσπούδασμαι;<br /><b>I.</b> être empressé, s'empresser, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> s'appliquer à, s'occuper activement de, acc. seul <i>ou</i> précédé d'une prép. ([[εἰς]], [[ἐπί]], [[πρός]]) <i>ou</i> dat. ; avec un inf. <i>ou avec</i> [[ὡς]] <i>ou</i> [[ὅπως]] : s'efforcer de ; avec un part. : [[σπουδάζω]] διδάσκων XÉN je travaille à instruire (les autres) ; <i>Pass.</i> être fait <i>ou</i> préparé <i>ou</i> obtenu avec peine, avec soin ; τὰ [[μάλα]] ἐσπουδασμένα [[σῖτα]] XÉN les mets les plus exquis;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> être empressé auprès de, s'attacher à, s'intéresser à, prendre parti pour : [[περί]] τινα, [[πρός]] τινα, τινι s'attacher à qqn, prendre soin de lui, de ses intérêts ; σπουδάζεσθαι [[ὑπό]] τινος <i>ou</i> [[πρός]] τινος être aimé, recherché <i>ou</i> protégé par qqn;<br /><b>II.</b> être sérieux ; [[πρός]] τινα avec qqn ; [[περί]] [[τι]], ἔν τινι traiter sérieusement de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπουδάζω''': Ἀττ. μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Εὐθύφρων 3Ε, Δημ. 583. 2, μεταγενέστ. -άσω Πολύβ. 3. 5, 8, Διόδ., κλπ. -ἀόριστ. ἐσπούδασα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507, Πλάτ. Φαίδων 114Ε· -πρκμ. ἐσπούδακα Ἀριστοφ. Σφ. 694, Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. [[διασπουδάζω]]. - Παθ., μέλλ.σπουδασθήσομαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 13· ἀόρ. ἐσπουδάσθην Στράβ. 833, Πλούτ.· πρκμ. ἐσπούδασμαι Πλάτ. Λῦσ. 219Ε, ἴδε κατωτ. Ι. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], ἐπείγομαι. 1) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[πολυάσχολος]], ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς καὶ προθύμως [[ὅπως]] πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 1143, Εὐρ. Ἑκ. 817, Πλάτ., κλπ.· ὅτ’ ἐσπούδαζες ἄρχειν, ἦσο [[πρόθυμος]] νὰ κυβερνήσῃς, Εὐρ. Ι. Α. 337· μετὰ μετοχ., σπ. διδάσκων Ξεν. Οἰκ. 9, 1· συχν. [[ὡσαύτως]], σπ. [[περί]] τινος ἢ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, Πλάτ. Πολ. 330C, κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ. 1371. 10· εἴς τι ὁ αὐτ. 577. 15· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 617. 10· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· μετὰ δοτ., σπ. γάμῳ Ἀρισταίν. 2. 3· σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 12· σπ. [[ὅπως]].., προσπαθῶ νά.., Δημ. 1053. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, σπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι πολὺ ἠσχολημένος εἴς τινα, Πλάτ. Γοργ. 510C, κτλ.· εἴς τινα Ἀνθ. Π. 9. 422· σπ. [[περί]] τινα, εἶμαι ἀνυπόμονος ἢ [[ἀνήσυχος]] περὶ τῆς ἐπιτυχίας τινός, ἐνεργῶ ὑπέρ τινος, Ἰσοκρ. , Ξεν. Κύρ. 5. 4, 13, κτλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 1· ὑπέρ τινος 583. 2, κτλ.· οὕτω, σπ. τινὶ Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 27. 3) ἀπολ., εἶμαι [[σπουδαῖος]], [[σοβαρός]], οὐχὶ [[ἐπιπόλαιος]] καὶ [[παιγνιώδης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 813, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Ἀριστοφ. Πλ. 557· σπουδάζει [[ταῦτα]] ἢ παίζει; Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ἐσπούδακας ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, τὸ ἔλαβες ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν [[ἐπειδὴ]] ἐγώ.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236Β· ἐσπουδάκατον, εἰργάσθησαν σπουδαίως, προθύμως, «δυνατά», Ἀριστοφ. Σφ. 694, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 21C· [[μάλα]] ἐσπουδακότι προσώπῳ, μετὰ προσώπου [[λίαν]] σπουδαίου, πλήρους σπουδαιότητος, Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐσπουδακυῖα, μετὰ σπουδῆς, «μετὰ βίας», «βιαστικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 572· ἐσπουδακώς, προθύμως, μετὰ σπουδῆς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 37. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[πράττω]] τι μετὰ σπουδῆς προθυμίας, τὸ αὑτοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507· ἡδονὰς Πλάτ. Φαίδων 114Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ παρέργῳ χρῆσθαί τινι, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273D· τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἡδέα Ξεν. Συμπ. 8, 17· σπ. τοῦτο, [[ὅπως]] ... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 10. - Παθ., σπουδάζεταί τι, μετὰ ζήλου ἐπιδιώκεται, πᾶν ὅ τι σπ. Εὐρ. Ἱκέτ. 761· ἀγὼν σπ. Ξεν. Λακ. 10, 3· χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ. Πλάτ. 485Ε· ἡ [[κωμῳδία]] διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ... ἔλαθεν, [[ἐπειδὴ]] δὲν ἀπεδίδετο πολλὴ [[ἐπιμέλεια]] εἰς αὐτήν, Ἀριστ. Ποιητ. 5, 3· οὐ [[πάνυ]] σπουδάζεται ὑπ’ αὐτῶν, δὲν ἐκτιμᾶται πολύ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 11· - [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἡ τῶν χρημάτων ἐσπουδασμένη [[σπουδή]], ἡ μετὰ σπουδῆς ἐπιδίωξις αὐτῶν, Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐξειργασμένα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D, πρβλ. 659Ε· οὕτω, τὰ [[μάλιστα]] ἐσπ. [[σῖτα]] καὶ ποτά, τὰ ἐκλεκτότατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 38· εἰ [[ταῦτα]] ἐσπουδασμένα ἐτέθη ἐν γράμμασι, ἂν ἡ [[ἐπιμέλεια]] [[ἐκείνη]] μετὰ σπουδῆς ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰ γράμματα, Πλάτ. Ἐπιστ. 344C· αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προσώπων, [[γίνομαι]] ἀντικείμενον σεβασμοῦ, ἀντίθετ. τῷ καταφρονεῖσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 7· [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἔρωτος, Στράβ. 833, Πλουτ. Θεμ. 5, Διογ. Λ. 5. 75· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Κίμ. 4, πρβλ. Ἀρτοξ. 26. β) παρὰ τοῖς Ἑβδ., [[ταράσσω]], ἐνοχλῶ τινα, Ἰὼβ ΚΒ΄, 10, ΚΓ΄, 16.
|elnltext=σπουδάζω [σπουδή] perf. act. ἐσπούδακα, med. ἐσπούδασμαι haast hebben, ongeduldig zijn:; γυνή τις ἡμῖν ἐσπουδακυῖα προστρέχει één of andere vrouw komt haastig op ons af rennen Aristoph. Th. 572; met inf.: σπουδάζει φαγεῖν hij heeft haast om te gaan eten Xen. Cyr. 1.3.11. zich inzetten (voor), zich druk maken (om), zijn best doen (voor): met acc., met dat., met περί + gen. of + acc., met ὑπέρ + gen., met ἐπί + dat., met εἰς + acc.:; περὶ ἃ σπουδάζετε, ταῦτ’ ἄμεινον... ἔχει de dingen waarvoor u zich inzet, gaan beter Dem. 6.4; σ.... ἐφ’ οἷς οὐδ’ ἂν μαινόμενος σπουδάσειεν zich druk maken om dingen waar een waanzinnige zich nog niet druk over zou maken Xen. Mem. 1.3.11; met inf.:; τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι wij doen ons best om ons leven schitterend te maken Soph. OC 1143; met acc. en inf..; σ. τοῦτ’ αὐτοῖς παραγενέσθαι ernaar streven dat zij dát zouden krijgen Plat. Alc.2 141d; σ. πρός τινας met bepaalde mensen bezig zijn Xen. Cyr. 1.3.11; ptc. perf. med. ἐσπουδασμένος waaraan aandacht is besteed. serieus zijn (in), serieus nemen: met acc.:; σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; meent hij dat ernstig of maakt hij een grapje? Plat. Grg. 481b; met ὅτι:; ἐσπούδακας... ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε dacht je serieus... dat ik je liefjes heb aangeraakt, terwijl ik je voor de gek hield? Plat. Phaedr. 236b; pass.. δοκεῖ γὰρ σπουδάζεσθαι ἀλλ’ οὐ καταφρονεῖσθαι zij denken namelijk dat ze gerespecteerd en niet veracht worden Aristot. Rh. 1380a26.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδάζω:''' (fut. σπουδάσομαι - поздн. σπουδάσω, aor. ἐσπούδασα, pf. ἐσπούδακα; pass.: aor. ἐσπουδάσθην, pf. ἐσπούδασμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[спешить]], [[торопиться]] ([[γυνή]] τις ἐσπουδακυῖα προστρέχει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[деятельно заниматься]], [[прилагать старания]], [[усердно стремиться]], [[стараться]] (περί τι, περί τινος, ἐπὶ τινι и τι Xen., Plat. etc.; πρός и εἴς τι Dem., [[ὑπέρ]] τινος Isocr., Dem., τινί Luc. и ποιεῖν τι Soph., Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[окружать попечением]], [[заботиться]] (πρός τινα Plat., περί τινα и περί τινος Xen., [[ὑπέρ]] τινος Dem., τινί Plut. и εἴς τινα Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[говорить]], [[поступать или принимать всерьез]], [[относиться серьезно]]: σπουδάζει [[ταῦτα]] ἢ παίζει; Plat. он это серьезно говорит или шутит?; [[μάλα]] ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ Xen. с весьма серьезным выражением лица; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε Plat. ты принял всерьез то, что я подтрунил над тобой; τὰς παιδιὰς εἶναι [[δεῖ]] τὰς μιμήσεις τῶν [[ὕστερον]] σπουδαζομένων Arst. игры должны быть подражанием будущим серьезным делам; μὴ σπουδάζεσθαι Arst. не встречать к себе серьезного отношения, быть в пренебрежении;<br /><b class="num">5)</b> [[усердно работать]], [[тщательно делать]], [[старательно подготовлять]]: εἰ ἐσπουδάκει [[καθάπερ]] ἄλλοι Plat. если бы он так же усердно работал, как другие; τὰς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἡδονὰς σ. Plat. гоняться за физическими наслаждениями; [[θαυμαστῶς]] ἐσπουδασμένος Plat. изготовленный с удивительной тщательностью; τὰ [[μάλιστα]] ἐσπουδασμένα [[σῖτα]] Xen. приготовленные с величайшим старанием яства; [[πέλας]] γὰρ [[πᾶν]] ὅ τι σπουδάζεται Eur. ведь близко все, что является предметом упорного труда; σπούδασον [[ἐλθεῖν]] [[ταχέως]] NT постарайся прийти скоро.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σπουδάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσπούδασα</i>, παρακ. <i>ἐσπούδακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσπουδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσπούδασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[σπεύδω]], επείγομαι·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]], είμαι [[πρόθυμος]], [[επιμελούμαι]], διακατέχομαι από ζήλο, [[επιδεικνύω]] [[θέρμη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[σπουδάζω]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Δημ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σπουδάζω]] [[πρός]] τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· [[σπουδάζω]] [[περί]] τινα, είμαι [[ανήσυχος]], [[ενδιαφέρομαι]] για την [[επιτυχία]] του, [[ενεργώ]] για [[χάρη]] κάποιου, σε Ξεν.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ. είμαι [[σπουδαίος]], [[σοβαρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐσπουδακότι προσώπῳ</i>, έχοντας σοβαρή [[έκφραση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή [[πρόθυμα]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ιδίως]], σε μτχ. παρακ., [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι [[σεβαστός]], σε Αριστ. κ.λπ.
|lsmtext='''σπουδάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσπούδασα</i>, παρακ. <i>ἐσπούδακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσπουδάσθην</i>, παρακ. <i>ἐσπούδασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[σπεύδω]], επείγομαι·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]], είμαι [[πρόθυμος]], [[επιμελούμαι]], διακατέχομαι από ζήλο, [[επιδεικνύω]] [[θέρμη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[σπουδάζω]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Δημ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σπουδάζω]] [[πρός]] τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· [[σπουδάζω]] [[περί]] τινα, είμαι [[ανήσυχος]], [[ενδιαφέρομαι]] για την [[επιτυχία]] του, [[ενεργώ]] για [[χάρη]] κάποιου, σε Ξεν.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ. είμαι [[σπουδαίος]], [[σοβαρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐσπουδακότι προσώπῳ</i>, έχοντας σοβαρή [[έκφραση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή [[πρόθυμα]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· [[ιδίως]], σε μτχ. παρακ., [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι [[σεβαστός]], σε Αριστ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπουδάζω:''' (fut. σπουδάσομαι - поздн. σπουδάσω, aor. ἐσπούδασα, pf. ἐσπούδακα; pass.: aor. ἐσπουδάσθην, pf. ἐσπούδασμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[спешить]], [[торопиться]] ([[γυνή]] τις ἐσπουδακυῖα προστρέχει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[деятельно заниматься]], [[прилагать старания]], [[усердно стремиться]], [[стараться]] (περί τι, περί τινος, ἐπὶ τινι и τι Xen., Plat. etc.; πρός и εἴς τι Dem., [[ὑπέρ]] τινος Isocr., Dem., τινί Luc. и ποιεῖν τι Soph., Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[окружать попечением]], [[заботиться]] (πρός τινα Plat., περί τινα и περί τινος Xen., [[ὑπέρ]] τινος Dem., τινί Plut. и εἴς τινα Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[говорить]], [[поступать или принимать всерьез]], [[относиться серьезно]]: σπουδάζει [[ταῦτα]] ἢ παίζει; Plat. он это серьезно говорит или шутит?; [[μάλα]] ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ Xen. с весьма серьезным выражением лица; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε Plat. ты принял всерьез то, что я подтрунил над тобой; τὰς παιδιὰς εἶναι [[δεῖ]] τὰς μιμήσεις τῶν [[ὕστερον]] σπουδαζομένων Arst. игры должны быть подражанием будущим серьезным делам; μὴ σπουδάζεσθαι Arst. не встречать к себе серьезного отношения, быть в пренебрежении;<br /><b class="num">5)</b> [[усердно работать]], [[тщательно делать]], [[старательно подготовлять]]: εἰ ἐσπουδάκει [[καθάπερ]] ἄλλοι Plat. если бы он так же усердно работал, как другие; τὰς περὶ τὸ [[σῶμα]] ἡδονὰς σ. Plat. гоняться за физическими наслаждениями; [[θαυμαστῶς]] ἐσπουδασμένος Plat. изготовленный с удивительной тщательностью; τὰ [[μάλιστα]] ἐσπουδασμένα [[σῖτα]] Xen. приготовленные с величайшим старанием яства; [[πέλας]] γὰρ [[πᾶν]] ὅ τι σπουδάζεται Eur. ведь близко все, что является предметом упорного труда; σπούδασον [[ἐλθεῖν]] [[ταχέως]] NT постарайся прийти скоро.
|lstext='''σπουδάζω''': Ἀττ. μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Εὐθύφρων 3Ε, Δημ. 583. 2, μεταγενέστ. -άσω Πολύβ. 3. 5, 8, Διόδ., κλπ. -ἀόριστ. ἐσπούδασα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507, Πλάτ. Φαίδων 114Ε· -πρκμ. ἐσπούδακα Ἀριστοφ. Σφ. 694, Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. [[διασπουδάζω]]. - Παθ., μέλλ.σπουδασθήσομαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 13· ἀόρ. ἐσπουδάσθην Στράβ. 833, Πλούτ.· πρκμ. ἐσπούδασμαι Πλάτ. Λῦσ. 219Ε, ἴδε κατωτ. Ι. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], ἐπείγομαι. 1) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[πολυάσχολος]], ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς καὶ προθύμως [[ὅπως]] πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 1143, Εὐρ. Ἑκ. 817, Πλάτ., κλπ.· ὅτ’ ἐσπούδαζες ἄρχειν, ἦσο [[πρόθυμος]] νὰ κυβερνήσῃς, Εὐρ. Ι. Α. 337· μετὰ μετοχ., σπ. διδάσκων Ξεν. Οἰκ. 9, 1· συχν. [[ὡσαύτως]], σπ. [[περί]] τινος ἢ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, Πλάτ. Πολ. 330C, κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ. 1371. 10· εἴς τι ὁ αὐτ. 577. 15· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 617. 10· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· μετὰ δοτ., σπ. γάμῳ Ἀρισταίν. 2. 3· σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 12· σπ. [[ὅπως]].., προσπαθῶ νά.., Δημ. 1053. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, σπ. [[πρός]] τινα, εἶμαι πολὺ ἠσχολημένος εἴς τινα, Πλάτ. Γοργ. 510C, κτλ.· εἴς τινα Ἀνθ. Π. 9. 422· σπ. [[περί]] τινα, εἶμαι ἀνυπόμονος ἢ [[ἀνήσυχος]] περὶ τῆς ἐπιτυχίας τινός, ἐνεργῶ ὑπέρ τινος, Ἰσοκρ. , Ξεν. Κύρ. 5. 4, 13, κτλ.· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 1· ὑπέρ τινος 583. 2, κτλ.· οὕτω, σπ. τινὶ Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 27. 3) ἀπολ., εἶμαι [[σπουδαῖος]], [[σοβαρός]], οὐχὶ [[ἐπιπόλαιος]] καὶ [[παιγνιώδης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 813, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Ἀριστοφ. Πλ. 557· σπουδάζει [[ταῦτα]] ἢ παίζει; Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ἐσπούδακας ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, τὸ ἔλαβες ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν [[ἐπειδὴ]] ἐγώ.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236Β· ἐσπουδάκατον, εἰργάσθησαν σπουδαίως, προθύμως, «δυνατά», Ἀριστοφ. Σφ. 694, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 21C· [[μάλα]] ἐσπουδακότι προσώπῳ, μετὰ προσώπου [[λίαν]] σπουδαίου, πλήρους σπουδαιότητος, Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐσπουδακυῖα, μετὰ σπουδῆς, «μετὰ βίας», «βιαστικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 572· ἐσπουδακώς, προθύμως, μετὰ σπουδῆς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 37. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[πράττω]] τι μετὰ σπουδῆς ἢ προθυμίας, τὸ αὑτοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507· ἡδονὰς Πλάτ. Φαίδων 114Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ παρέργῳ χρῆσθαί τινι, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273D· τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἡδέα Ξεν. Συμπ. 8, 17· σπ. τοῦτο, [[ὅπως]] ... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 10. - Παθ., σπουδάζεταί τι, μετὰ ζήλου ἐπιδιώκεται, πᾶν ὅ τι σπ. Εὐρ. Ἱκέτ. 761· ἀγὼν σπ. Ξεν. Λακ. 10, 3· χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ. Πλάτ. 485Ε· ἡ [[κωμῳδία]] διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ... ἔλαθεν, [[ἐπειδὴ]] δὲν ἀπεδίδετο πολλὴ [[ἐπιμέλεια]] εἰς αὐτήν, Ἀριστ. Ποιητ. 5, 3· οὐ [[πάνυ]] σπουδάζεται ὑπ’ αὐτῶν, δὲν ἐκτιμᾶται πολύ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 11· - [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἡ τῶν χρημάτων ἐσπουδασμένη [[σπουδή]], ἡ μετὰ σπουδῆς ἐπιδίωξις αὐτῶν, Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐξειργασμένα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D, πρβλ. 659Ε· οὕτω, τὰ [[μάλιστα]] ἐσπ. [[σῖτα]] καὶ ποτά, τὰ ἐκλεκτότατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 38· εἰ [[ταῦτα]] ἐσπουδασμένα ἐτέθη ἐν γράμμασι, ἂν ἡ [[ἐπιμέλεια]] [[ἐκείνη]] μετὰ σπουδῆς ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰ γράμματα, Πλάτ. Ἐπιστ. 344C· αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ προσώπων, [[γίνομαι]] ἀντικείμενον σεβασμοῦ, ἀντίθετ. τῷ καταφρονεῖσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 7· [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἔρωτος, Στράβ. 833, Πλουτ. Θεμ. 5, Διογ. Λ. 5. 75· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Κίμ. 4, πρβλ. Ἀρτοξ. 26. β) παρὰ τοῖς Ἑβδ., [[ταράσσω]], ἐνοχλῶ τινα, Ἰὼβ ΚΒ΄, 10, ΚΓ΄, 16.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδάζω [σπουδή] perf. act. ἐσπούδακα, med. ἐσπούδασμαι haast hebben, ongeduldig zijn:; γυνή τις ἡμῖν ἐσπουδακυῖα προστρέχει één of andere vrouw komt haastig op ons af rennen Aristoph. Th. 572; met inf.: σπουδάζει φαγεῖν hij heeft haast om te gaan eten Xen. Cyr. 1.3.11. zich inzetten (voor), zich druk maken (om), zijn best doen (voor): met acc., met dat., met περί + gen. of + acc., met ὑπέρ + gen., met ἐπί + dat., met εἰς + acc.:; περὶ ἃ σπουδάζετε, ταῦτ’ ἄμεινον... ἔχει de dingen waarvoor u zich inzet, gaan beter Dem. 6.4; σ.... ἐφ’ οἷς οὐδ’ ἂν μαινόμενος σπουδάσειεν zich druk maken om dingen waar een waanzinnige zich nog niet druk over zou maken Xen. Mem. 1.3.11; met inf.:; τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι wij doen ons best om ons leven schitterend te maken Soph. OC 1143; met acc. en inf..; σ. τοῦτ’ αὐτοῖς παραγενέσθαι ernaar streven dat zij dát zouden krijgen Plat. Alc.2 141d; σ. πρός τινας met bepaalde mensen bezig zijn Xen. Cyr. 1.3.11; ptc. perf. med. ἐσπουδασμένος waaraan aandacht is besteed. serieus zijn (in), serieus nemen: met acc.:; σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; meent hij dat ernstig of maakt hij een grapje? Plat. Grg. 481b; met ὅτι:; ἐσπούδακας... ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε dacht je serieus... dat ik je liefjes heb aangeraakt, terwijl ik je voor de gek hield? Plat. Phaedr. 236b; pass.. δοκεῖ γὰρ σπουδάζεσθαι ἀλλ’ οὐ καταφρονεῖσθαι zij denken namelijk dat ze gerespecteerd en niet veracht worden Aristot. Rh. 1380a26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj