3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sauve, qui préserve <i>ou</i> conserve, secourable : σωτήριός τινος, <i>d'ord.</i> τινι secourable à qqn ; τὸ σωτήριον LUC moyen de salut ; τὰ [[σωτήρια]] <i>m. sign. ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἱερά]]) sacrifices en actions de grâce d'une guérison, d'un heureux retour;<br /><b>2</b> sauvé, protégé;<br /><i>Cp.</i> σωτηριώτερος, <i>Sp.</i> σωτηριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σωτήρ]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui sauve, qui préserve <i>ou</i> conserve, secourable : σωτήριός τινος, <i>d'ord.</i> τινι secourable à qqn ; τὸ σωτήριον LUC moyen de salut ; τὰ [[σωτήρια]] <i>m. sign. ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἱερά]]) sacrifices en actions de grâce d'une guérison, d'un heureux retour;<br /><b>2</b> sauvé, protégé;<br /><i>Cp.</i> σωτηριώτερος, <i>Sp.</i> σωτηριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σωτήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σωτήριος -ον [σωτήρ] van mensen (het leven) reddend, beschermend, veilig houdend; σ. γίγνομαι / εἰμί + gen. / dat. is perifrast. voor σῴζω + acc. redden; met gen..; τάχ’ ἂν γενοίμεθ’ αὐτοῦ... σωτήριοι dan zullen we hem misschien het leven kunnen redden Soph. Ai. 779; met dat.. πόλει σωτήριος μέτοικος een immigrant die jullie stad beschermt Eur. Hcld. 1032. van zaken heilzaam, redding brengend, voor het (lijfs)behoud zorgend, van vitaal belang:; αὐγαὶ ἡλίου σ. heilzame zonnestralen Aeschl. Suppl. 213; φροντὶς σ. vitale aandacht Aeschl. Suppl. 417; ὥστε σωτήριον, οὐκέτι χαλεπὸν ἐφαίνετο zodat (zijn gedrag) nodig leek voor hun lijfsbehoud, en niet langer hardvochtig Xen. An. 2.6.11; ταῦτα... σωτήρια τῆς ἀρχῆς die dingen stellen de heerschappij veilig Aristot. Pol. 1314a13; ook comp..; τὸ πείθεσθαί σοι... σωτηριώτερον αὐτοῖς ἔσται jou te gehoorzamen zal meer voor hun lijfsbehoud zorgen Xen. Mem. 3.3.10; geneesk. te genezen, wat genezen kan worden:. ἢν μὲν ἄνευ πυρετοῦ, σωτήριον als het niet met koorts gepaard gaat, is het te genezen Hp. Aph. 7.37. subst. τὸ σ. redding, heil:; ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ θεοῦ elk levend wezen zal de redding van God zien NT Luc. 3.6; mv. (τὰ) σωτήρια dingen die redding brengen:; ἡ ἐλπὶς τῶν σωτηρίων ὡς ἐγγὺς ὄντων de hoop dat onze redding nabij is Aristot. Rh. 1383a17; spec. dankoffer voor het behoud:. εὔξασθαι τῷ θεῷ τούτῳ θύσειν σωτήρια aan die god te beloven om een dankoffer te zullen brengen Xen. An. 3.2.9. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несущий спасение]], [[спасительный]], [[избавительный]] (τινι Aesch., Eur. и τινος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[охраняющий]]: [[Ζεύς|Ζεὺς]] σ. Soph. Зевс-хранитель;<br /><b class="num">3)</b> [[спасаемый]], [[хранимый]]: ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch. надежда на продление рода; δέχεσθαι τὸν ἱχέτην [[σωτήριον]] Soph. предоставлять беглецу убежище. | |||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σωτήριος:''' -ον ([[σωτήρ]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που σώζει, που λυτρώνει, που απελευθερώνει, που απαλλάσσει, [[σωστικός]], [[λυτρωτικός]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐλπὶςσπέρματος σωτηρίου</i>, [[ελπίδα]] για το [[σπέρμα]] που πρόκειται να διασώσει, να διαφυλάξει ή να διατηρήσει το [[γένος]], σε Αισχύλ.· με δοτ., αυτός που φέρνει την [[ασφάλεια]] ή τη [[σωτηρία]], τη [[λύτρωση]] σε κάποιον, στον ίδ., Ευρ.· συγκρ. <i>-ιώτερος</i>, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που έχει περισσότερες πιθανότητες να φέρει τη [[σωτηρία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σχεδόν]] όπως το [[σωτήρ]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σωτήρια]], <i>τά</i>, όπως το [[σωτηρία]], <i>ἡ</i>, [[διάσωση]], [[λύτρωση]], [[απαλλαγή]], [[ασφάλεια]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως στον ενικ., πόλεως [[σωτηρία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωτήρια]] (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, ευχαριστήρια [[θυσία]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] κάποιου, σε Ξεν. | |lsmtext='''σωτήριος:''' -ον ([[σωτήρ]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που σώζει, που λυτρώνει, που απελευθερώνει, που απαλλάσσει, [[σωστικός]], [[λυτρωτικός]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐλπὶςσπέρματος σωτηρίου</i>, [[ελπίδα]] για το [[σπέρμα]] που πρόκειται να διασώσει, να διαφυλάξει ή να διατηρήσει το [[γένος]], σε Αισχύλ.· με δοτ., αυτός που φέρνει την [[ασφάλεια]] ή τη [[σωτηρία]], τη [[λύτρωση]] σε κάποιον, στον ίδ., Ευρ.· συγκρ. <i>-ιώτερος</i>, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που έχει περισσότερες πιθανότητες να φέρει τη [[σωτηρία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σχεδόν]] όπως το [[σωτήρ]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[σωτήρια]], <i>τά</i>, όπως το [[σωτηρία]], <i>ἡ</i>, [[διάσωση]], [[λύτρωση]], [[απαλλαγή]], [[ασφάλεια]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως στον ενικ., πόλεως [[σωτηρία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σωτήρια]] (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, ευχαριστήρια [[θυσία]] που προσφέρεται για τη [[διάσωση]] κάποιου, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σωτήριος''': -ον, (σωτὴρ) ὁ σῴζων, ἀπαλάττων, ἐλευθερῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 213, κ. ἀλλ., Θουκ., Πλάτ., κλπ.· ἐπὶ συμπτωμάτων, ὁ δηλῶν ἀνάρρωσιν, Ἱππ. Ἀφορ. 1259· ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου, ἐλπὶς σπέρματος, [[ὅπερ]] μέλλει νὰ διατηρήσῃ ἢ νὰ διαιωνίσῃ τὸ γένος, Αἰσχύλ. Χο. 236· οὕτω πιθανῶς, σωτήριον [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, ὁ φέρων σωτηρίαν εἰς τὴν πολιτείαν, Σοφ. Ο. Κ. 487, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb, πρβλ. 460. β) μετὰ δοτ., ὁ φέρων ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν εἰς..., ἄριστα καὶ πόλει σωτ. Αἰσχύλ. Θήβ. 183, πρβλ. Χο. 505, Εὐρ. Ἡρακλ. 402, Φοίν. 918, κλπ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 354Β, πρβλ. Πολιτικ. 311Α. ― Συγκρ. καὶ ὑπερθετ., τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 10· [[ἵππος]] σωτηριώτατος τῷ ἀναβάτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 3, 12, 2) ἐπὶ προσώπων, σχεδὸν ὡς τὸ [[σωτήρ]], Εὐρ. Ὀρ. 657, Βάκχ. 965, κλπ.· θεοί, [[Ζεύς|Ζεὺς]] σ. Σοφ. Ἠλ. 281, Ἀποσπ. 373· μετὰ δοτικ., Θουκ. 7. 64· Ἑλένη ναυτίλοις σ. Εὐρ. Ὀρ. 1637· καὶ μετὰ γενικ. προσώπ., γενοίμεθ’ ἂν [[αὐτοῦ]] σωτήριοι Σοφ. Αἴ. 779. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σωτήρια, τά, ὡς τὸ [[σωτηρία]], ἡ, [[διάσωσις]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀπαλλαγή]], [[λύτρωσις]], τἀκείνου σωτήρια ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 925· (οὕτω, σ. πράγματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 646)· ἡ ἐλπὶς τῶν σ. Ἀριστ. Ρητορ. 2. 5, 16· ― οὕτω καὶ καθ’ ἑνικ., [[ἔρυμα]] τῆς χώρας καὶ πόλεως σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 701· ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγῳδ. 18, πρβλ. Ἑταιρ. Διαλ. 9. 3. 2) σωτήρια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, [[εὐχαριστήριος]] [[θυσία]] ἐπὶ διασώσει, σ. θύειν θεοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9., 5. 1, 1, πρβλ. Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 7· σ. ἄγειν Λουκ. Ἑρμότ. 86· σ. τοῦ βασιλέως, ἐπὶ τῇ ἀναρρώσει [[αὐτοῦ]], Ἡρῳδιαν. 1. 10· ― τὰ Σωτήρια ἦτο ἰδιαιτέρα [[θυσία]] ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1693. 15, ἴδε Böckh 2, σ. 659. 3) ἀμοιβὴ ἰατροῦ, Πολυδ. ϛʹ, 186. 4) ὁ [[δημόσιος]] [[ἀπόπατος]] ἐν Σμύρνῃ, Ἀνθ. Π. 9. 662 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ), Σουΐδ. ΙΙ. Παθ. -σῶς, σεσωσμένος, [[ἀσφαλής]], ὡς [[ἐνίοτε]] ἑρμηνεύεται παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 236, Σοφ. Ο. Κ. 487· ἀλλ’ ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. IV. Ἐπίρρ. -ίως, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 418. 27, Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.· σ. ἔχειν, διατελεῖν ἐν ἀναρρώσει, Πλούτ. 2. 918D. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |