Anonymous

τροχαλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />qui court ; <i>p. ext.</i> rapide ; <i>p. anal.</i> roulant.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]].
|btext=ή, όν :<br />qui court ; <i>p. ext.</i> rapide ; <i>p. anal.</i> roulant.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τροχᾰλός''': -ή, -όν, ([[τρέχω]]) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ [[ταχέως]] κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. [[στρογγύλος]], Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[κυρτός]], κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. [[τρόχμαλος]].
|elnltext=τροχαλός -ή -όν [τρόχος] snel lopend, zich snel bewegend.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχᾰλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[бегущий]], [[мчащийся]] (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;<br /><b class="num">2)</b> [[круглый]] (γελασῖνοι Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τροχᾰλός:''' -ή, -όν ([[τρέχω]]), αυτός που τρέχει, <i>τροχαλόν τινα τιθέναι</i>, κάνω κάποιον να τρέχει [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.· <i>τροχαλοὶ ὄχοι</i>, αυτοί που ρολάρουν [[γρήγορα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τροχᾰλός:''' -ή, -όν ([[τρέχω]]), αυτός που τρέχει, <i>τροχαλόν τινα τιθέναι</i>, κάνω κάποιον να τρέχει [[γρήγορα]], σε Ησίοδ.· <i>τροχαλοὶ ὄχοι</i>, αυτοί που ρολάρουν [[γρήγορα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τροχᾰλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[бегущий]], [[мчащийся]] (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;<br /><b class="num">2)</b> [[круглый]] (γελασῖνοι Anth.).
|lstext='''τροχᾰλός''': -ή, -όν, ([[τρέχω]]) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ [[ταχέως]] κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. [[στρογγύλος]], Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[κυρτός]], κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. [[τρόχμαλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροχαλός --όν [τρόχος] snel lopend, zich snel bewegend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τροχᾰλός, ή, όν [[τρέχω]]<br />[[running]], τροχαλόν τινα τιθέναι to make one run [[quick]], Hes.; τρ. ὄχοι [[swift]]-[[rolling]], Eur.
|mdlsjtxt=τροχᾰλός, ή, όν [[τρέχω]]<br />[[running]], τροχαλόν τινα τιθέναι to make one run [[quick]], Hes.; τρ. ὄχοι [[swift]]-[[rolling]], Eur.
}}
}}