Anonymous

ἀείδω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>impf.</i> ἤειδον, <i>f.</i> ἀείσω <i>ou</i> ἀείσομαι, <i>ao.</i> ἤεισα, <i>pf. inus;<br />poét. c.</i> [[ᾄδω]].
|btext=<i>impf.</i> ἤειδον, <i>f.</i> ἀείσω <i>ou</i> ἀείσομαι, <i>ao.</i> ἤεισα, <i>pf. inus;<br />poét. c.</i> [[ᾄδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀείδω''': Ἰων. καὶ Ποιητ. [[τύπος]], (πρβλ. [[ἀείρω]]), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ., Πινδάρ. καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἔτι καὶ ἐν τριμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, Εὐρ. Ἀποστ. 188, Κρατίν. Ἄδηλ. 142), [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰων. πεζογρ., οἱ Ἀττ. συναιροῦσιν ᾄδω (οὕτω καὶ ἐν Ἀνακρ. 45, Θεοκρ.) Τραγ., Πλάτ. κτλ. - παρατ. ἤειδον, Ὀδ., καὶ ἄειδον, Ἰλ., κτλ. Ἀττ. ᾖδον, Εὐρ. Ἄλκ. 761, Θουκ.: - μέλλ. ἀείσομαι, Ὀδ. Χ. 352, Θέογν. ἀλλὰ ᾄσομαι, Ὕμ. Ὁμ. 5. 2., 32.19, καὶ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ. ([[διότι]] ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1297 τὸ ᾄσει ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν· καὶ ἐν Πλάτ. Νόμ. 666D ὁ Πόρσων διώρθωσε, ποίαν δὲ ἥσουσιν... φωνήν;). - Σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἀείσω, Σαπφ. 11, Θέογν. 4., Ἀριστοφ. Λυσ. 1243 (Λακων.), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς (ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 681 διωρθώθη [[ἀείδω]] ὑπὸ τοῦ Elmsley)· καὶ ἔτι σπανιώτερον ᾄσω (ἴδε ἀνωτ.) Βάβρ. 12.13. - Δωρ. ᾀσεῦμαι, Θεοκρ. 3. 38. ᾀσῶ, ὁ αὐτ. 1. 145: - ἀόρ. ἤεισα, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 22. 4 Ὀππ., Ἐπικ. ἄεισα, [], Ὀδ. Φ, 411, καὶ μεταγεν. Ἐπ. ἄεισον, Εὐρ. Τρῳ. 513, Ἀριστοφ., ᾖσα, Ἀριστοφ. Νέφ. 1371, Πλάτ. Τίμ. 21Β. -Παθ. ἀείδομαι, Πίνδ., Ἡρόδ.: - ποιητ. παρατ. ἀείδετο, Πίνδ.: - ἀόρ. ᾔσθην, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ.1.: - παρακ. ᾖσμαι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν», 1. 11. -Προστακτική τις τοῦ μέσου ἀορ. ἀείσεο, ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. Ὁμ. 16.1., ἐκτός ἂν ἀναγνωσθῇ ἀείδεο. - Πρβλ. διαείδω, ἐπ-, προσ-, συνᾴδω (ἐκ √ϜΕΙΔ μετά προθεματικοῦ α, ὡς ἐν τοῖς [[ἀείρω]], [[ἀέξω]], παράγονται τά [[ἀείδω]] (ἀϝείδω), [[ἀοιδός]], [[ἀηδών]], πρβλ. Σανσκρ. vad, vadâmi, (loquor), vâdas (sermo), Λιθουαν. vadinù (vocco)· πρβλ. καὶ τὰς μεταγεν. Ἑλλην. λέξεις ὕδω, [[ὕδης]]). [ᾰ: ἀλλ. ᾱ ἐν ἄρσει. Ὀδ. Ρ. 519, Ὕμ. Ὁμ. 27. 1, Θέογν. 4, Θεοκρ. 7. 41 κτλ.] ᾄδω, [[ψάλλω]], Ἰλ. Α. 604, κτλ. Ἐντεῦθεν: πᾶς [[ἦχος]] φωνῆς (ὁπωσοῦν [[εὔηχος]][[οὕτως]] ἐπὶ ἀλέκτορος, χελιδόνος, [[γλαυκός]], βατράχου κτλ. Ἀριστ. Θαυμ. 70, Θεόφρ. περὶ Σημ. 3. 5. κτλ. οὕτω καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων, [[οἷον]] τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ.411 - τοῦ συριγμοῦ, ὃν παράγει ὁ πνέων κατὰ τῶν δένδρων, Μόσχ. 5. 8: - τοῦ πατάγου, ὃν παράγει [[λίθος]] πληττόμενος, Θεόκρ. 7. 26: - πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν, [[κρώζω]] (ἐπὶ ἀλέκτορος) πρὸ τῆς νίκης, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. - Σύνταξις: - ἀείδ. τινί, ᾄδω [[πρός]] τινα, Ὀδ. Χ. 346, ἀλλὰ καὶ [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς ᾠδήν, Θεοκρ. 8. 6· ᾄδ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, [[ψάλλω]] ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]] ..., Ἀριστ. Πρβλ. 19. 9· ὑπ’ αὐλόν, Πλούτ. 2. 41C· ἀείσας ... χαίρειν Δημοκλέα, ποιητικ. ἀντὶ εἶπες, Συλλ. Ἐπιγρ. 3256, 7. ΙΙ. μεταβ. 1) μ. αἰτ. πράγμ. = [[ψάλλω]], διηγοῦμαι ψάλλων, μῆνιν ἄειδε θεά, Ἰλ. Α.1· παιήονα, Α. 473· κλέα ἀνδρῶν, νόστον, κτλ. Ι. 189., Ὀδ. Α. 326· τὸν Βοιώτιον νόμον, Σοφ. Ἀποσπ. 858· καὶ ἀπολ. ἀ [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] εἰς ἔπαινόν τινος, Ὀδ. Θ. 267· εἴς τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1243: - μεταγεν. [[ἁπλῶς]], καλεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 2. 28: -Παθ. ἐπὶ ᾀσμάτων = ᾄδομαι, ψάλλομαι, Ἡρόδ. 4. 35· τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα, Πλάτ. Λυσ. 205Ε· ᾆσμα [[καλῶς]] ᾀσθέν, ἀντιθέτως τῷ [[λόγος]] [[καλῶς]] ῥηθείς, Ξεν. Κυρ. 3. 3, 55. 2) μ. αἰτιατ. προσ. = [[ψάλλω]], ἐπαινῶ. ὡς τὸ Λατ. Canere, Πινδ. Π. 5. 32. καὶ Ἀττ. Ἐντεῦθεν κατὰ παθ. ἀείδεται θρέψασ’ ἥρωας, δοξάζεται, φημίζεται ὡς ἡ τροφὸς ἡρώων, Πίνδ. Π. 8, 35. 3) παθητ. [[ὡσαύτως]], ἀντηχῶ ἐκ τῶν ᾀσμάτων, ἀείδετο πᾶν [[τέμενος]]... θαλίαις, Πινδ. Ο. 10 (11), 92.
|elnltext=[[ἀείδω]] ep. poët. Ion. voor [[ᾄδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀείδω:''' стяж. [[ᾄδω]] (ᾰ, in crasi тж. ᾱ; fut. [[ᾄσομαι]] - эп. тж. [[ἀείσομαι]] - редко ἀείσω и [[ᾄσω]], дор. [[ᾀσεῦμαι]] и [[ᾀσῶ]], impf. [[ᾖδον]] - эп. [[ἤειδον]] и [[ἄειδον]], aor. [[ᾖσα]] - эп. ἄεισα и ἄεισον; aor. pass. [[ᾔσθην]])<br /><b class="num">1)</b> [[петь]] (παιήονα Hom.; ᾄσματα καὶ σκώμματα Plut.; πρὸς и ὑπ᾽ αὐλόν Arst., Plut.): ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. с пением петухов; πρὶν νενικηκέναι ᾄ. погов. Plat. петь до одержания победы (о бойцовых петухах); τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα Plat. повествования и песни; ἀ. τινί Hom. петь во славу кого-л., Theocr. состязаться в пении с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[воспевать]], [[славить песнями]] (μῆνιν Ἀχιλῆος, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] Hom.; τινά Pind.): νευρὴ ἄεισε Hom. тетива запела; ἀ. [[ἀμφί]] τινος Hom. и ᾄ. εἴς τινα Arph. петь в чью-л. честь; παρὰ πάντων ᾄδεσθαι Luc. быть прославляемым всеми;<br /><b class="num">3)</b> pass. оглашаться: ἀείδετο [[τέμενος]] θαλίαις Pind. храм оглашался песнями.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">sing (about)</b> (Il.)<br />Dialectal forms: Att. [[ᾄδω]]<br />Derivatives: [[ἀοιδή]], [[ᾠδή]] [[song]], [[ἀοιδός]], [[ᾠδός]] [[singer]].<br />Origin: IE [Indo-European] [76] <b class="b2">*h₂ueid-</b> [[sing]]<br />Etymology: The ablaut suggests PIE <b class="b2">*h₂ueid-</b>, but no cognate outside Greek is known. Older speculations, now dated, in Frisk and DELG.<br />See also: [[αὐδή]], [[ἀηδών]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[compare]] the morphological problems with [[ἀείρω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[sing]], Il., etc.:—then of any [[sound]], to [[twang]], of the [[bowstring]], Od.; to [[whistle]], of the [[wind]], Mosch.; to [[ring]], of a [[stone]] struck, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]],<br /><b class="num">1.</b> c. acc. rei, to [[sing]], [[chant]], μῆνιν, παιήονα, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] Hom.:—absol., ἀείδειν [[ἀμφί]] τινος to [[sing]] in one's [[praise]], Od.:—Pass., of songs, to be sung, Hdt.; [[ᾆσμα]] [[καλῶς]] ᾀσθέν Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[sing]], [[praise]], [[attic]]
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 40:
|lsmtext='''ἀείδω:''' Ιων. και ποιητ. [[ρήμα]] (πρβλ. [[ἀείρω]]), σε Αττ. [[ᾄδω]]· παρατ. [[ἤειδον]], Επικ. [[ἄειδον]], Αττ. [[ᾖδον]]· μέλ. [[ἀείσομαι]], Αττ. [[ᾄσομαι]]· [[σπανίως]] σε Ενεργ. τύπο <i>ἀείσω</i>· [[ακόμη]] σπανιότερα απαντά ο [[τύπος]] [[ᾄσω]]· Δωρ. [[ᾀσεῦμαι]], [[ᾀσῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἤεισα</i>, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. <i>ἄεισον</i>, Αττ. [[ᾖσα]] — Παθ., Αττ. αόρ. αʹ [[ᾔσθην]], παρακ. [[ᾖσμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> άδω, [[παράγω]] οξύ ήχο, λέγεται για τη [[χορδή]] του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· [[σφυρίζω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει [[κάπου]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ψάλλω]], [[διηγούμαι]] ψάλλοντας· <i>μῆνιν</i>, <i>παιήονα</i>, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]], σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] προς έπαινο κάποιου, [[εξυμνώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· [[ᾆσμα]] [[καλῶς]] ᾀσθέν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ψάλλω]], [[επαινώ]], σε Αττ.
|lsmtext='''ἀείδω:''' Ιων. και ποιητ. [[ρήμα]] (πρβλ. [[ἀείρω]]), σε Αττ. [[ᾄδω]]· παρατ. [[ἤειδον]], Επικ. [[ἄειδον]], Αττ. [[ᾖδον]]· μέλ. [[ἀείσομαι]], Αττ. [[ᾄσομαι]]· [[σπανίως]] σε Ενεργ. τύπο <i>ἀείσω</i>· [[ακόμη]] σπανιότερα απαντά ο [[τύπος]] [[ᾄσω]]· Δωρ. [[ᾀσεῦμαι]], [[ᾀσῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἤεισα</i>, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. <i>ἄεισον</i>, Αττ. [[ᾖσα]] — Παθ., Αττ. αόρ. αʹ [[ᾔσθην]], παρακ. [[ᾖσμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> άδω, [[παράγω]] οξύ ήχο, λέγεται για τη [[χορδή]] του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· [[σφυρίζω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει [[κάπου]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ψάλλω]], [[διηγούμαι]] ψάλλοντας· <i>μῆνιν</i>, <i>παιήονα</i>, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]], σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] προς έπαινο κάποιου, [[εξυμνώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· [[ᾆσμα]] [[καλῶς]] ᾀσθέν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ψάλλω]], [[επαινώ]], σε Αττ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἀείδω:''' стяж. [[ᾄδω]] (ᾰ, in crasi тж. ᾱ; fut. [[ᾄσομαι]] - эп. тж. [[ἀείσομαι]] - редко ἀείσω и [[ᾄσω]], дор. [[ᾀσεῦμαι]] и [[ᾀσῶ]], impf. [[ᾖδον]] - эп. [[ἤειδον]] и [[ἄειδον]], aor. [[ᾖσα]] - эп. ἄεισα и ἄεισον; aor. pass. [[ᾔσθην]])<br /><b class="num">1)</b> [[петь]] (παιήονα Hom.; ᾄσματα καὶ σκώμματα Plut.; πρὸς и ὑπ᾽ αὐλόν Arst., Plut.): ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. с пением петухов; πρὶν νενικηκέναι ᾄ. погов. Plat. петь до одержания победы (о бойцовых петухах); τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα Plat. повествования и песни; ἀ. τινί Hom. петь во славу кого-л., Theocr. состязаться в пении с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[воспевать]], [[славить песнями]] (μῆνιν Ἀχιλῆος, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] Hom.; τινά Pind.): νευρὴ ἄεισε Hom. тетива запела; ἀ. [[ἀμφί]] τινος Hom. и ᾄ. εἴς τινα Arph. петь в чью-л. честь; παρὰ πάντων ᾄδεσθαι Luc. быть прославляемым всеми;<br /><b class="num">3)</b> pass. оглашаться: ἀείδετο [[τέμενος]] θαλίαις Pind. храм оглашался песнями.
|lstext='''ἀείδω''': Ἰων. καὶ Ποιητ. [[τύπος]], (πρβλ. [[ἀείρω]]), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ., Πινδάρ. καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἔτι καὶ ἐν τριμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, Εὐρ. Ἀποστ. 188, Κρατίν. Ἄδηλ. 142), [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰων. πεζογρ., οἱ Ἀττ. συναιροῦσιν ᾄδω (οὕτω καὶ ἐν Ἀνακρ. 45, Θεοκρ.) Τραγ., Πλάτ. κτλ. - παρατ. ἤειδον, Ὀδ., καὶ ἄειδον, Ἰλ., κτλ. Ἀττ. ᾖδον, Εὐρ. Ἄλκ. 761, Θουκ.: - μέλλ. ἀείσομαι, Ὀδ. Χ. 352, Θέογν. ἀλλὰ ᾄσομαι, Ὕμ. Ὁμ. 5. 2., 32.19, καὶ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ. ([[διότι]] ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1297 τὸ ᾄσει ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν· καὶ ἐν Πλάτ. Νόμ. 666D ὁ Πόρσων διώρθωσε, ποίαν δὲ ἥσουσιν... φωνήν;). - Σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἀείσω, Σαπφ. 11, Θέογν. 4., Ἀριστοφ. Λυσ. 1243 (Λακων.), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς (ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 681 διωρθώθη [[ἀείδω]] ὑπὸ τοῦ Elmsley)· καὶ ἔτι σπανιώτερον ᾄσω (ἴδε ἀνωτ.) Βάβρ. 12.13. - Δωρ. ᾀσεῦμαι, Θεοκρ. 3. 38. ᾀσῶ, ὁ αὐτ. 1. 145: - ἀόρ. ἤεισα, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 22. 4 Ὀππ., Ἐπικ. ἄεισα, [], Ὀδ. Φ, 411, καὶ μεταγεν. Ἐπ. ἄεισον, Εὐρ. Τρῳ. 513, Ἀριστοφ., ᾖσα, Ἀριστοφ. Νέφ. 1371, Πλάτ. Τίμ. 21Β. -Παθ. ἀείδομαι, Πίνδ., Ἡρόδ.: - ποιητ. παρατ. ἀείδετο, Πίνδ.: - ἀόρ. ᾔσθην, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ.1.: - παρακ. ᾖσμαι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν», 1. 11. -Προστακτική τις τοῦ μέσου ἀορ. ἀείσεο, ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. Ὁμ. 16.1., ἐκτός ἂν ἀναγνωσθῇ ἀείδεο. - Πρβλ. διαείδω, ἐπ-, προσ-, συνᾴδω (ἐκ √ϜΕΙΔ μετά προθεματικοῦ α, ὡς ἐν τοῖς [[ἀείρω]], [[ἀέξω]], παράγονται τά [[ἀείδω]] (ἀϝείδω), [[ἀοιδός]], [[ἀηδών]], πρβλ. Σανσκρ. vad, vadâmi, (loquor), vâdas (sermo), Λιθουαν. vadinù (vocco)· πρβλ. καὶ τὰς μεταγεν. Ἑλλην. λέξεις ὕδω, [[ὕδης]]). [ᾰ: ἀλλ. ᾱ ἐν ἄρσει. Ὀδ. Ρ. 519, Ὕμ. Ὁμ. 27. 1, Θέογν. 4, Θεοκρ. 7. 41 κτλ.] ᾄδω, [[ψάλλω]], Ἰλ. Α. 604, κτλ. Ἐντεῦθεν: πᾶς [[ἦχος]] φωνῆς (ὁπωσοῦν [[εὔηχος]][[οὕτως]] ἐπὶ ἀλέκτορος, χελιδόνος, [[γλαυκός]], βατράχου κτλ. Ἀριστ. Θαυμ. 70, Θεόφρ. περὶ Σημ. 3. 5. κτλ. οὕτω καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων, [[οἷον]] τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ.411 - τοῦ συριγμοῦ, ὃν παράγει ὁ πνέων κατὰ τῶν δένδρων, Μόσχ. 5. 8: - τοῦ πατάγου, ὃν παράγει [[λίθος]] πληττόμενος, Θεόκρ. 7. 26: - πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν, [[κρώζω]] (ἐπὶ ἀλέκτορος) πρὸ τῆς νίκης, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. - Σύνταξις: - ἀείδ. τινί, ᾄδω [[πρός]] τινα, Ὀδ. Χ. 346, ἀλλὰ καὶ [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς ᾠδήν, Θεοκρ. 8. 6· ᾄδ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, [[ψάλλω]] ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]] ..., Ἀριστ. Πρβλ. 19. 9· ὑπ’ αὐλόν, Πλούτ. 2. 41C· ἀείσας ... χαίρειν Δημοκλέα, ποιητικ. ἀντὶ εἶπες, Συλλ. Ἐπιγρ. 3256, 7. ΙΙ. μεταβ. 1) μ. αἰτ. πράγμ. = [[ψάλλω]], διηγοῦμαι ψάλλων, μῆνιν ἄειδε θεά, Ἰλ. Α.1· παιήονα, Α. 473· κλέα ἀνδρῶν, νόστον, κτλ. Ι. 189., Ὀδ. Α. 326· τὸν Βοιώτιον νόμον, Σοφ. Ἀποσπ. 858· καὶ ἀπολ. ἀ [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] εἰς ἔπαινόν τινος, Ὀδ. Θ. 267· εἴς τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1243: - μεταγεν. [[ἁπλῶς]], καλεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 2. 28: -Παθ. ἐπὶ ᾀσμάτων = ᾄδομαι, ψάλλομαι, Ἡρόδ. 4. 35· τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα, Πλάτ. Λυσ. 205Ε· ᾆσμα [[καλῶς]] ᾀσθέν, ἀντιθέτως τῷ [[λόγος]] [[καλῶς]] ῥηθείς, Ξεν. Κυρ. 3. 3, 55. 2) μ. αἰτιατ. προσ. = [[ψάλλω]], ἐπαινῶ. ὡς τὸ Λατ. Canere, Πινδ. Π. 5. 32. καὶ Ἀττ. Ἐντεῦθεν κατὰ παθ. ἀείδεται θρέψασ’ ἥρωας, δοξάζεται, φημίζεται ὡς ἡ τροφὸς ἡρώων, Πίνδ. Π. 8, 35. 3) παθητ. [[ὡσαύτως]], ἀντηχῶ ἐκ τῶν ᾀσμάτων, ἀείδετο πᾶν [[τέμενος]]... θαλίαις, Πινδ. Ο. 10 (11), 92.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">sing (about)</b> (Il.)<br />Dialectal forms: Att. [[ᾄδω]]<br />Derivatives: [[ἀοιδή]], [[ᾠδή]] [[song]], [[ἀοιδός]], [[ᾠδός]] [[singer]].<br />Origin: IE [Indo-European] [76] <b class="b2">*h₂ueid-</b> [[sing]]<br />Etymology: The ablaut suggests PIE <b class="b2">*h₂ueid-</b>, but no cognate outside Greek is known. Older speculations, now dated, in Frisk and DELG.<br />See also: [[αὐδή]], [[ἀηδών]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[compare]] the morphological problems with [[ἀείρω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[sing]], Il., etc.:—then of any [[sound]], to [[twang]], of the [[bowstring]], Od.; to [[whistle]], of the [[wind]], Mosch.; to [[ring]], of a [[stone]] struck, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]],<br /><b class="num">1.</b> c. acc. rei, to [[sing]], [[chant]], μῆνιν, παιήονα, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] Hom.:—absol., ἀείδειν [[ἀμφί]] τινος to [[sing]] in one's [[praise]], Od.:—Pass., of songs, to be sung, Hdt.; [[ᾆσμα]] [[καλῶς]] ᾀσθέν Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[sing]], [[praise]], [[attic]]
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀείδω]] ep. poët. Ion. voor [[ᾄδω]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀείδω''': att. [[ᾄδω]]<br />{aeídō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[singen]], [[besingen]].<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[ἀοιδή]], [[ᾠδή]] [[Gesang]], [[Lied]], woraus [[ἀοίδιμος]], [[ᾠδικός]]. Nom. agentis [[ἀοιδός]], [[ᾠδός]] [[Sänger]]. Davon (oder von [[ἀοιδή]]) [[ἀοιδιάω]] ep. = [[ἀείδω]] (vgl. Schwyzer 732 β); von [[ᾠδή]] [[Ὠιδεῖον]] Gebäude (in Athen) für musische Wettkämpfe (vgl. Chantraine Formation 61). Ferner [[ἄεισμα]], [[ᾆσμα]] n. [[Gesang]], [[Lied]] (ion. att.) mit [[ᾀσμάτιον]] (Pl. Kom.). [[ᾀσμός]] m. ib. (Pl. Kom.).<br />'''Etymology''': Zu [[αὐδή]], aber nähere Beziehungen unklar. Nach der geistreichen Annahme Wackernagels KZ 29, 151f. ist [[ἀείδω]] aus einem reduplizierten Aorist *ἀϝεϝδεεν entsprungen, der zuerst durch Dissimilation *ἀϝειδεῖν ergeben hätte, wie (ϝ)ειπεῖν für *ϝεϝπεεν steht. Zu dem so neugeschaffenen Präsens [[ἀείδω]] ferner [[ἀοιδός]] usw. Aber nach [[ἀλκή]], [[ἀλαλκεῖν]] (neben [[ἀλέξω]]) zu schließen, hätte man neben [[αὐδή]] einen Aorist *ἀϝαυδεῖν erwartet. — Die Zerlegung in eine Wurzel αὐ- (s. ἄβα) mit zwei Erweiterungen: ηι (> ει oder η) und δ: ἀϝείδ-ω, ἀϝη-δών neben αὐδ-ή (Specht KZ 59, 119ff., Ursprung 281) ist sehr künstlich. Abzulehnen Diehl RhM 89, 96f., über den Gebrauch ebenda 91f.<br />'''Page''' 1,22-23
|ftr='''ἀείδω''': att. [[ᾄδω]]<br />{aeídō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[singen]], [[besingen]].<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[ἀοιδή]], [[ᾠδή]] [[Gesang]], [[Lied]], woraus [[ἀοίδιμος]], [[ᾠδικός]]. Nom. agentis [[ἀοιδός]], [[ᾠδός]] [[Sänger]]. Davon (oder von [[ἀοιδή]]) [[ἀοιδιάω]] ep. = [[ἀείδω]] (vgl. Schwyzer 732 β); von [[ᾠδή]] [[Ὠιδεῖον]] Gebäude (in Athen) für musische Wettkämpfe (vgl. Chantraine Formation 61). Ferner [[ἄεισμα]], [[ᾆσμα]] n. [[Gesang]], [[Lied]] (ion. att.) mit [[ᾀσμάτιον]] (Pl. Kom.). [[ᾀσμός]] m. ib. (Pl. Kom.).<br />'''Etymology''': Zu [[αὐδή]], aber nähere Beziehungen unklar. Nach der geistreichen Annahme Wackernagels KZ 29, 151f. ist [[ἀείδω]] aus einem reduplizierten Aorist *ἀϝεϝδεεν entsprungen, der zuerst durch Dissimilation *ἀϝειδεῖν ergeben hätte, wie (ϝ)ειπεῖν für *ϝεϝπεεν steht. Zu dem so neugeschaffenen Präsens [[ἀείδω]] ferner [[ἀοιδός]] usw. Aber nach [[ἀλκή]], [[ἀλαλκεῖν]] (neben [[ἀλέξω]]) zu schließen, hätte man neben [[αὐδή]] einen Aorist *ἀϝαυδεῖν erwartet. — Die Zerlegung in eine Wurzel αὐ- (s. ἄβα) mit zwei Erweiterungen: ηι (> ει oder η) und δ: ἀϝείδ-ω, ἀϝη-δών neben αὐδ-ή (Specht KZ 59, 119ff., Ursprung 281) ist sehr künstlich. Abzulehnen Diehl RhM 89, 96f., über den Gebrauch ebenda 91f.<br />'''Page''' 1,22-23
}}
}}