Anonymous

ψύθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψύθος''': [], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]).
|elnltext=ψύθος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ ψεύδω?] leugen, valsheid.
}}
{{elru
|elrutext='''ψύθος:''' εος () τό Aesch. = [[ψεῦδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψύθος:''' [ῠ], -εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του [[ψεῦδος]], [[ψέμα]], [[αναλήθεια]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ψύθος:''' [ῠ], -εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του [[ψεῦδος]], [[ψέμα]], [[αναλήθεια]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψύθος:''' εος (ῠ) τό Aesch. = [[ψεῦδος]].
|lstext='''ψύθος''': [ῠ], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]).
}}
{{elnl
|elnltext=ψύθος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ ψεύδω?] leugen, valsheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj