Anonymous

ἀκταίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ’ ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n’avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ’ ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n’avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]].
|elnltext=[[ἀκταίνω]] [etym. onzeker] oprichten, recht maken:. ὡς … [[μήτε]] μ’ ἀκταίνειν στάσιν zodat ik niet rechtop kan staan Aeschl. Eum. 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> ([[πρβλ]]. και [[ἀκόλαστος]] > [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] > [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)].<br />ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκταίνω:''' μόνο σε ενεστ., [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>ἀκταίνειν στάσιν</i>, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, [[στέκομαι]] όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο [[ἀκταινόω]], σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].] only in pres.]<br />to [[lift]] up, [[raise]], ἀκταίνειν στάσιν to [[raise]] [[oneself]] so as to [[stand]], to [[stand]] [[upright]], Aesch.; so in the [[form]] [[ἀκταινόω]], Plat.
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].] only in pres.]<br />to [[lift]] up, [[raise]], ἀκταίνειν στάσιν to [[raise]] [[oneself]] so as to [[stand]], to [[stand]] [[upright]], Aesch.; so in the [[form]] [[ἀκταινόω]], Plat.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[ἀκταίνω]] [etym. onzeker] oprichten, recht maken:. ὡς … [[μήτε]] μ’ ἀκταίνειν στάσιν zodat ik niet rechtop kan staan Aeschl. Eum. 36.
|mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> ([[πρβλ]]. και [[ἀκόλαστος]] > [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] > [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)].<br />ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκταίνω:''' μόνο σε ενεστ., [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>ἀκταίνειν στάσιν</i>, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, [[στέκομαι]] όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο [[ἀκταινόω]], σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀκταίνω''': (A. ''Eu''. 36, στάσιν od. βάσιν; ''Trag''. ''Adesp''. 147, [[μένος]]),<br />{aktaínō}<br />'''Forms''': Aor. ἀκταινῶσαι (Anakr., Pl., vgl. Immisch Phil. Woch. 48, 908), ὑποακταίνοντο· ἔτρεμον H. als [[varia lectio|v.l.]] in ψ 3 für [[ὑπερικταίνοντο]] (πόδες).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[aufrichten]]<br />'''Etymology''': Trotz der Bedeutung wohl am besten zu [[ἄγω]] als Erweiterung von *ἀκτάω oder *ἄκτω (s. über diesen Bildungstypus Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70). Zu -αίνω vgl. besonders [[κρυσταίνω]]. Die von Boisacq herangezogenen τ-Bildungen [[ἀκολασταίνω]]: [[ἀκόλαστος]], [[ἀλασταίνω]]: [[ἄλαστος]] sind als Ableitungen lebendiger Verbaladjektiva mit [[ἀκταίνω]] nicht vergleichbar.<br />'''Page''' 1,60
|ftr='''ἀκταίνω''': (A. ''Eu''. 36, στάσιν od. βάσιν; ''Trag''. ''Adesp''. 147, [[μένος]]),<br />{aktaínō}<br />'''Forms''': Aor. ἀκταινῶσαι (Anakr., Pl., vgl. Immisch Phil. Woch. 48, 908), ὑποακταίνοντο· ἔτρεμον H. als [[varia lectio|v.l.]] in ψ 3 für [[ὑπερικταίνοντο]] (πόδες).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[aufrichten]]<br />'''Etymology''': Trotz der Bedeutung wohl am besten zu [[ἄγω]] als Erweiterung von *ἀκτάω oder *ἄκτω (s. über diesen Bildungstypus Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70). Zu -αίνω vgl. besonders [[κρυσταίνω]]. Die von Boisacq herangezogenen τ-Bildungen [[ἀκολασταίνω]]: [[ἀκόλαστος]], [[ἀλασταίνω]]: [[ἄλαστος]] sind als Ableitungen lebendiger Verbaladjektiva mit [[ἀκταίνω]] nicht vergleichbar.<br />'''Page''' 1,60
}}
}}